Από το Ελληνικό Ιστορικό Μουσείο
Η Επανάσταση στην Ελλάδα εκδηλώθηκε ένα μήνα μετά το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία τον Φεβρουάριο του 1821.
Οι εξελίξεις κλιμακώθηκαν το Μάρτιο του 1821 – στις 25 του μήνα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε σταυρό στην πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Πάτρα και ευλόγησε τα όπλα. Η ημερομηνία αυτή εορτάζεται ως επέτειος της Ελληνικής Επανάστασης.
Η Επανάσταση βρήκε πρόσφορο έδαφος στη νότια Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου, όπου η Φιλική Εταιρεία είχε διεισδύσει βαθιά, η ανταρσία του Αλή Πασά ευνόησε την εδραίωσή της. Η Μακεδονία, η Θράκη, η Κρήτη, η Κύπρος επίσης επαναστάτησαν.
Τα πρώτα επαναστατικά σώματα προέρχονταν από εμπειροπόλεμους κλέφτες -ανυπότακτους που στην Τουρκοκρατία είχαν ως ορμητήρια τα βουνά στο Σούλι, τη Μάνη, την Αρκαδία, τα Άγραφα κ.ά. όπου η οθωμανική εξουσία ήταν ασθενής– και από αρματολούς που συχνά προερχόμενοι από τους κόλπους των κλεφτών, διορίζονταν από τη διοίκηση για την τήρηση της τάξης. Για τη διοικητική οργάνωση του Αγώνα συγκροτήθηκαν Τοπικοί Οργανισμοί και Εθνικές Συνελεύσεις, με πρώτη αυτήν της Επιδαύρου, το Δεκέμβριο του 1821.
Η πεποίθηση των αγωνιζομένων Ελλήνων, ότι η απελευθέρωση του Γένους θα προέλθει από την ισχύ των όπλων διατυπώνεται με σαφήνεια σε απόσπασμα του όρκου των Φιλικών: «Ορκιζόμεθα δε προπάντων ότι, μεταξύ ημών και των τυράννων της πατρίδος μας, το πυρ και ο σίδηρος είναι τα μόνα μέσα της διαλλαγής και τίποτε άλλο».
Κατά την Επανάσταση, οι αγωνιστές χρησιμοποίησαν όσα όπλα είχαν κληρονομήσει από τους προγόνους τους αρματολούς και κλέφτες, αλλά ο κύριος εφοδιασμός τους έγινε από λάφυρα και από δωρεές των φιλελληνικών κομιτάτων. Το όπλο ήταν το πιο πολύτιμο αντικείμενο του πολεμιστή και διακοσμούνταν πλούσια, με θέματα από τη λαϊκή παράδοση και από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και τη Χριστιανική θρησκεία.
Το καριοφίλι ήταν το πιο διαδεδομένο μακρύ πυροβόλο όπλο. Όπως και οι πιστόλες (κουμπούρες) ήταν όπλο πυριτόλιθου εμπροσθογεμές. Η σπάθα ονομαζόταν πάλα. Το γιαταγάνι ήταν πλατιά, κυρτή μαχαίρα ανατολικής προέλευσης με την κόψη προς την εσωτερική ακμή. Μέσα στις παλάσκες, αναρτημένες από το σελάχι (φαρδιά ζώνη), τοποθετούσαν προετοιμασμένα φυσίγγια (χαρτούτσες με μπαρούτι). Ο πέλεκυς εκτός από όπλο αποτελούσε και σύμβολο εξουσίας.
Στον κύριο οπλισμό προστίθενται βοηθητικά εργαλεία και εξαρτήματα: μήτρες για να χυτεύουν βόλια, πέτσινα δισάκια και μεζούρες-σέσουλες για το μπαρούτι, μεδουλάρια (μικρές θήκες με αλυσίδα που περιείχαν λιπαντικές ουσίες για τη φροντίδα των όπλων), ατσαλόπετρες (στουρνάρια) και πυριτόλιθοι (τουφεκόπετρες για την πρόκληση σπινθήρα), χαρμπιά (είδος σουβλιού με λαβή για τον καθαρισμό και το γέμισμα του όπλου), τάσια, φυλαχτά.
Παρά τις στρατιωτικές επιτυχίες, η δυσχέρεια υπαγωγής σε ενιαία Αρχή –από τις προστριβές μεταξύ προκρίτων, στρατιωτικών, Φαναριωτών, εμπόρων, κλήρου, λαού– κατέληξε το 1824 σε εμφύλια σύρραξη. Η απόβαση στην Πελοπόννησο το 1825 του Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου, με εκπαιδευμένο τακτικό στρατό έφερε την Ελληνική Επανάσταση σε εξαιρετικά κρίσιμο σημείο.
Κατά την Ελληνική Επανάσταση η θάλασσα αποτέλεσε κρίσιμο πεδίο πολεμικής αναμέτρησης. Παραδοσιακά ναυτικός λαός οι Έλληνες, διέθεταν στις παραμονές της Επανάστασης αξιοσημείωτη εμπορική ναυτιλία και πλούσια πολεμική εμπειρία από υπηρεσία σε μισθοφορικά, πειρατικά και κουρσάρικα πλοία.
Με την υποχρεωτική ναυτολογία και αιχμαλωσία πολλοί Έλληνες υπηρετούσαν στον oθωμανικό στόλο.
Στα νησιά είχε αναδειχθεί μία δυναμική κοινωνική τάξη πλοιοκτητών και καπεταναίων, ευνοημένη κυρίως από τη συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) που επέτρεπε σε ελληνικά πλοία με ρωσική σημαία να εξοπλίζονται και να διακινούνται ελεύθερα. Η κατάλυση της Ενετικής Δημοκρατίας από τους Γάλλους (1797) και ο αγγλογαλλικός ανταγωνισμός κατά τους Ναπολεόντειους Πόλεμους (1792-1815), συνέβαλαν στην αλματώδη ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας.
Όλα τα τουρκοκρατούμενα ελληνικά νησιά συμμετείχαν στον Αγώνα. Πιο αξιοσημείωτη ήταν η συμβολή των τριών ισχυρότερων –Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών– που, εκτός από πολυάριθμα πλοία, παρείχαν και οικονομική και διοικητική στήριξη. Τα εμπορικά πλοία μετατράπηκαν σε πολεμικό ναυτικό. Με επιθετική στρατηγική, κατόρθωσαν να ελέγξουν τους θαλάσσιους δρόμους, να αποκλείσουν στα Στενά των Δαρδανελλίων τον ογκώδη οθωμανικό στόλο, να επιβάλουν και να διασπάσουν πολιορκίες και να προκαλέσουν αντιπερισπασμό σε καίριας σημασίας χερσαίες εκστρατείες.
Η ελληνική κυριαρχία στη θάλασσα υποχώρησε λόγω της οικονομικής δυσπραγίας, της εμφύλιας σύρραξης (1824-1825) και της επέμβασης του οργανωμένου και εμπειροπόλεμου αιγυπτιακού στόλου.
Η πόλη του Μεσολογγίου απέκτησε μεγάλη σημασία στην Ελληνική Επανάσταση, λόγω της στρατηγικής της θέσης. Από τους πρώτους μήνες του Αγώνα, οι Έλληνες εκδίωξαν τις Οθωμανικές δυνάμεις και οχύρωσαν την πόλη.
Ο Ομέρ Πασά Βρυώνης και ο Κιουταχή Πασάς πολιόρκησαν το Μεσολόγγι το 1822. Στις 15 Απριλίου 1825, ο Κιουταχής επανήλθε με πολλαπλάσιες δυνάμεις και ξεκίνησε δεύτερη πολιορκία. Αργότερα ενισχύθηκε και από τον αιγυπτιακό στρατό του Ιμπραήμ Πασά. Παρά τις επανειλημμένες επιθέσεις, η πόλη άντεξε για ένα χρόνο, η πείνα όμως οδήγησε τη φρουρά και τον πληθυσμό ολόκληρο σε ηρωική έξοδο τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1826, από την οποία επέζησε μικρός μόνο αριθμός. Τα γεγονότα του Μεσολογγίου αποτελούν ένα από τα συγκινητικότερα επεισόδια της Ελληνικής ιστορίας. Ο υπεράνθρωπος αγώνας των πολιορκημένων συγκλόνισε τη διεθνή κοινή γνώμη, που είδε σε αυτόν ένα σύμβολο ηρωισμού και αυτοθυσίας.
Όταν πρωθυπουργός στην Αγγλία ήταν ο φιλέλληνας George Canning, επετεύχθη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων (Βρετανία-Γαλλία-Ρωσία) για τη λύση του ελληνικού ζητήματος. Η Συνθήκη του Λονδίνου (6/7/1827) προέβλεπε ανακωχή των εμπολέμων και αυτονομία της Ελλάδας. Η αδιαλλαξία όμως των Οθωμανών οδήγησε στην επιβολή ναυτικού αποκλεισμού στην Πελοπόννησο και στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (8/10/1827), όπου ο στόλος των τριών Μεγάλων Δυνάμεων κατέστρεψε ολοσχερώς τον Τουρκοαιγυπτιακό. Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου υπήρξε γεγονός καθοριστικής σημασίας για την Ελληνική Επανάσταση. Ακολούθησε, τον Αύγουστο 1828 η αποστολή γαλλικού εκστρατευτικού σώματος υπό τον Στρατηγό Maison, η οποία μέσα σε δύο μήνες πέτυχε την εκκένωση της Πελοποννήσου από τον Αιγυπτιακό Στρατό. Το 1830 η ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους αναγνωρίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις.