Το ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα του Αγώνα της Ανεξαρτησίας του 1821. Ο Αγώνας ήταν σε μεγάλο βαθμό συνέπεια της αφύπνισης της εθνικής συνείδησης των υπόδουλων Ελλήνων, λόγω και των μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών ανακατατάξεων στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Οι ανακατατάξεις αυτές οδήγησαν στην ανάδειξη μιας σχετικά μικρής αρχικά, αλλά ιδιαίτερα δυναμικής τάξης Ελλήνων, η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ιδεολογική αλλά και οργανωτική προετοιμασία του αγώνα.

Το 1821, η Φιλική Εταιρεία είχε πλέον εκατοντάδες μέλη στην ελληνική χερσόνησο, κυρίως στην Πελοπόννησο, στα νησιά και στην Κωνσταντινούπολη. Το «μυστικό» σχέδιο ήταν να προκληθεί μια επανάσταση στα Βαλκάνια (από το Βουκουρέστι ως την Κρήτη), αλλά τα δύο κύρια σημεία για το ξέσπασμά της εντοπίζονταν στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και στην Πελοπόννησο. Ως ηγέτης της οργάνωσης είχε επιλεγεί, λίγο πριν από το ξέσπασμα της επανάστασης, ο πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, ένας υποστράτηγος του ρωσικού στρατού και υπασπιστής του τσάρου Αλεξάνδρου Α΄.

Την περίοδο εκείνη, κορυφαίοι Έλληνες διανοούμενοι της Διασποράς, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, αλλά και πολιτικοί όπως ο Ιωάννης Καποδίστριας, υπουργός Εξωτερικών του τσάρου Αλεξάνδρου Α΄ της Ρωσίας από το 1816 έως το 1822, ήταν αρκετά επιφυλακτικοί στην ιδέα μιας επανάστασης. Πίστευαν ότι οι Έλληνες δεν ήταν ακόμη έτοιμοι καθώς και ότι η διεθνής κατάσταση ήταν εξαιρετικά εχθρική για παρόμοιες επαναστάσεις μετά το Συνέδριο της Βιέννης (1814-1815) και τη δημιουργία της Ιεράς Συμμαχίας. Επιφυλάξεις όπως αυτές δεν μπόρεσαν όμως να οδηγήσουν σε αναβολή της επανάστασης.

Η Εξέγερση στη Μολδοβλαχία και η Ελληνική Επανάσταση

Παρά το ότι σύμφωνα με τον σχεδιασμό της Φιλικής Εταιρείας η επανάσταση θα ξεκινούσε από την Πελοπόννησο στις 25 Μαρτίου 1821, εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, τον Φεβρουάριο ο Αλέξανδρος Υψηλάντης εισέβαλε στη Μολδοβλαχία, καθώς υπήρξαν υπόνοιες ότι τα επαναστατικά σχέδια είχαν διαρρεύσει.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διασχίζει τον Προύθο, Σχέδιο Peter von Hess.

Τον επόμενο μήνα ξεσηκώθηκε η Πελοπόννησος και αμέσως μετά δημιουργήθηκαν επαναστατικές εστίες από τη Μακεδονία ως την Κρήτη. Οι επαναστάτες αφορίστηκαν από τη Σύνοδο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, ενώ οι οθωμανικές αρχές προχώρησαν σε σφαγές αμάχων και εκτελέσεις προυχόντων, συμπεριλαμβανομένου και του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄.

Η εκστρατεία του Υψηλάντη απέτυχε και σε σύντομο χρονικό διάστημα τα οθωμανικά στρατεύματα έσβησαν τις περισσότερες από τις επαναστατικές εστίες της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Ωστόσο, οι επαναστάτες κατάφεραν να υπερισχύσουν στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και σε πολλά νησιά του Αιγαίου, καθώς παράλληλα οι Οθωμανοί ασχολούνταν και με την κατάπνιξη της στάσης του Αλή Πασά στην Ήπειρο.

25 Μαρτίου 1821. Ο Θρύλος της Αγίας Λαύρας

Ως ημέρα έναρξης της επανάστασης είχε οριστεί η 25η Μαρτίου 1821 ήδη από το 1820, από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Είχε μάλιστα επιλεγεί ακριβώς επειδή είναι η ημέρα του Ευαγγελισμού.

Στην Πελοπόννησο γίνονταν προετοιμασίες για την Επανάσταση από το 1818 με την κατήχηση στη Φιλική Εταιρεία ηγετικών προσωπικοτήτων όπως ο επίσκοπος Π.Πατρών Γερμανός, ο Ι. Παπαδιαμαντόπουλος, ο Π. Αρβάλης και άλλοι. Οι δραστηριότητες για την οργάνωση πολιτικής Επιτροπής και τη συγκέντρωση χρημάτων γινόταν υπό το πρόσχημα της ίδρυσης κάποιας «επιστημονικής σχολής». Το ίδιο πρόσχημα χρησιμοποιήθηκε και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και στη Βλαχία.

Κήρυξη της Επανάστασης από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, Ελαιογραφία Θεόδωρος Βρυζάκης, Εθνική Πινακοθήκη

Σύμφωνα με το θρύλο της Αγίας Λαύρας η επανάσταση κηρύχθηκε στην Αγία Λαύρα Καλαβρύτων όταν στις 25 Μαρτίου 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο της Αγίας Λαύρας και όρκισε σε αυτό τους αγωνιστές. Καταγράφηκε ως γεγονός από ορισμένους σύγχρονους της Επανάστασης καθώς και σε μεταγενέστερες μελέτες και σχολικά εγχειρίδια, απεικονίστηκε σε διάσημο πίνακα του Θεόδωρου Βρυζάκη και απέκτησε σημαντική θέση στην επίσημη ελληνική εθνική αφήγηση, καθώς συσχέτιζε τη θρησκεία με την επανάσταση και ταύτισε την εθνική και θρησκευτική ταυτότητα. Η αλήθειά του αμφισβητήθηκε από το 19ο αιώνα και πολλοί ιστορικοί το θεωρούν φανταστικό γεγονός.

Ο Αγώνας της Ανεξαρτησίας (1821-1827)

Στην ηπειρωτική Ελλάδα η επανάσταση επεκτάθηκε γρήγορα σε όλη την Πελοπόννησο και Ανατολική Στερεά και είχε αρχικά μεγάλη επιτυχία.

Πολύ σύντομα πέρασαν στον έλεγχο των επαναστατών πόλεις όπως τα Καλάβρυτα, η Καλαμάτα, το Αίγιο, η Πάτρα, το Άργος, η Καρύταινα, η Μεθώνη, το Νεόκαστρο, το Φανάρι, η Γαστούνη και το Ναύπλιο στην Πελοπόννησο, καθώς και τα Σάλωνα, το Γαλαξίδι, το Λιδωρίκι, το Μαλανδρίνο, η Λιβαδειά, η Θήβα και η Αταλάντη στη Στερεά Ελλάδα.

Τα επόμενα δύο χρόνια οι επαναστατημένοι Έλληνες νίκησαν τις στρατιές που έστειλε εναντίον τους ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄, οργανώθηκαν πολιτικά και συνέστησαν προσωρινή κεντρική διοίκηση, η οποία, μετά από δύο εμφυλίους πολέμους, επέβαλε την εξουσία της στους επαναστατημένους.

Ο Θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη, Ελαιογραφία Filippo Marsigli, Μουσείο Μπενάκη

Ο ηρωισμός και η αυτοθυσία ήταν τα δύο κύρια χαρακτηριστικά των επαναστατημένων Ελλήνων σε όλη τη διάρκεια του αγώνα. Το κεντρικό σύνθημα της επανάστασης, «ελευθερία ή θάνατος», αποδείχθηκε κάθε άλλο παρά κενό περιεχομένου. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι χωρίς τα στοιχεία του ηρωισμού και της αυτοθυσίας ο Αγώνας της Ανεξαρτησίας δεν θα μπορούσε να διαρκέσει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και θα είχε καταπνιγεί από τους Οθωμανούς πριν δεήσουν να παρέμβουν οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις.

Από τους στρατιωτικούς ηγέτες της Επανάστασης ξεχώρισαν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης και ο πυρπολητής Κωνσταντίνος Κανάρης. Από τους πολιτικούς ηγέτες και τους προεστούς ξεχώρισαν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και ο Λάζαρος Κουντουριώτης.

Οι οθωμανικές δυνάμεις με τη συνδρομή του Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου κατάφεραν να περιορίσουν σημαντικά την επανάσταση μεταξύ 1825 και 1827. Ωστόσο, η πτώση του Μεσολογγίου, το 1826, σε συνδυασμό με το μεγάλο κίνημα του Φιλελληνισμού, συνέβαλαν στη μεταβολή της διπλωματικής στάσης των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων, που αρχικά είχαν αντιμετωπίσει το ξέσπασμα της επανάστασης με δυσαρέσκεια.

Η Μεταστροφή και ο Ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στην Εθνική Ανεξαρτησία

Κρίσιμος για την τελική έκβαση του Αγώνα της Ανεξαρτησίας ήταν η μεταστροφή και ο ανταγωνισμός μεταξύ των τριών Μεγάλων Δυνάμεων για επιρροή της κατεύθυνσης και των συμμαχιών ενός νέου Ελληνικού κράτους, αλλά κυρίως η πολιτική του βρετανού υπουργού Εξωτερικών, George Canning. Ήταν ο πρώτος που συνειδητοποίησε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ένας φυσικός στρατηγικός σύμμαχος της Βρετανίας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η δυτικής κατεύθυνσης ελληνική παράταξη κατάφερε το 1825 να πείσει τους επαναστάτες να ζητήσουν επίσημα την προστασία της Μεγάλης Βρετανίας. Από τα μέσα του 1820, κυρίως όμως μετά το 1854, η Ελλάδα παρέμεινε στην τροχιά της βρετανικής αυτοκρατορίας, αποτελώντας έναν αφοσιωμένο σύμμαχο της, αλλά και επωφελούμενη συγχρόνως από τους ισχυρούς πολιτικούς και διπλωματικούς δεσμούς της με τη μεγάλη δύναμη της εποχής.

Ναυμαχία του Ναυαρίνου, Ελαιογραφία του Louis Ambroise Garneray, Βερσαλλίες.

Η διπλωματική ανάμιξη της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας και η ένοπλη παρέμβασή τους με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (8 Οκτωβρίου 1827), τη γαλλική εκστρατεία του Μοριά και το ρωσοτουρκικό πόλεμο που ακολούθησε, συνέβαλαν στην επιτυχή τελικά έκβαση του αγώνα της ανεξαρτησίας, αναγκάζοντας την Πύλη να αποσύρει τις δυνάμεις της αρχικά από την Πελοπόννησο και έπειτα από τη Στερεά Ελλάδα.

Πολιτική Οργάνωση των Επαναστατημένων Ελλήνων και τα Πρώτα Συντάγματα

Με την κήρυξη της επανάστασης του 1821 στην Ελλάδα, ιδρύθηκαν τα πρώτα τοπικά πολιτεύματα: η ‘Μεσσηνιακή Γερουσία’, ο ‘Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας’, η ‘Βουλή της Θετταλομαγνησίας’, ο ‘Οργανισμός της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος’ και η ‘Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος’ ή ‘Οργανισμός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατολικής Ελλάδος’.

Τα πολιτεύματα αυτά, ψηφισμένα κατά το πρώτο έτος της επανάστασης, το 1821, από τοπικές Συνελεύσεις προκρίτων των επαρχιών, είχαν ως σκοπό την προσωρινή διοικητική και στρατιωτική οργάνωση του αγώνα, προέβλεπαν δε τη μελλοντική σύσταση ‘Βουλής του Έθνους’, στην οποία θα ανήκε η νομοθετική εξουσία και από την οποία θα εξηρτώντο οι κατά τόπους ιδρυθείσες ‘Διοικήσεις’. Κατά τη διάρκεια της επαναστατικής περιόδου ψηφίσθηκαν από συνελεύσεις των επαναστατημένων Ελλήνων και τα συνταγματικά σχέδια της Σάμου και της Κρήτης. Συγκεκριμένως, το Μάιο του 1821, επικυρώθηκε η «Έκθεσις του Τοπικού Συστήματος της Σάμου» και το Μάιο του 1822 το «Προσωρινόν Πολίτευμα της νήσου Κρήτης».

Η δημιουργία των τοπικών αυτών πολιτευμάτων ήταν ιδιαιτέρως σημαντική, αφενός μεν διότι περιείχαν, αν και ατελώς, αρχές πολιτικής αυτοδιάθεσης και ατομικής ελευθερίας, για τις οποίες άλλωστε αγωνίζονταν οι επαναστατημένοι Έλληνες, αφετέρου δε διότι υπήρξαν τα προπλάσματα μιας εθνικής πολιτικής αρχής.

Η κορυφαία στιγμή της προσπάθειας δημιουργίας μιας πολιτικής αρχής σε εθνικό επίπεδο ήταν η ψήφιση του πρώτου ελληνικού συντάγματος από την Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως το θεμέλιο της Α’ Ελληνικής Δημοκρατίας.

Το Σύνταγμα της Επιδαύρου, ‘Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος’. (1822)

Το Σύνταγμα της Επιδαύρου, ‘Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος’, περιλάμβανε 110 σύντομες παραγράφους χωρισμένες σε ‘τίτλους’ και ‘τμήματα’ και προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η ‘Διοίκησις’ αποτελείτο από το ‘Βουλευτικόν’ και το ‘Εκτελεστικόν’, δύο συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία ‘ισοσταθμίζονταν’ στη νομοπαραγωγική διαδικασία, ενώ το ‘Δικαστικόν’ ήταν ενδεκαμελές και ανεξάρτητο από ‘τας άλλας δύο δυνάμεις’.

Το Σύνταγμα της Επιδαύρου αναθεωρήθηκε τον Απρίλιο του 1823 από τη Β’ Εθνοσυνέλευση η οποία συνήλθε στο Άστρος. Το αναθεωρημένο Σύνταγμα ονομάστηκε ‘Νόμος της Επιδαύρου’, ήταν νομοτεχνικώς αρτιότερο και καθιέρωνε ελαφρά υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής. Ακόμη, μεταρρύθμιζε τα δικαιώματα της εκτελεστικής εξουσίας τα σχετικά με την κατάρτιση των νόμων, βελτίωνε τις διατάξεις περί ατομικών δικαιωμάτων και μετέβαλλε επί το δημοκρατικότερο τον εκλογικό νόμο.

Το σημαντικότερο των Συνταγμάτων της Επανάστασης ψηφίσθηκε στην Τροιζήνα το Μάιο του 1827 από τη Γ’ Εθνοσυνέλευση, η οποία είχε ήδη αποφασίσει πως πρέπει ‘η νομοτελεστική εξουσία παραδοθή εις ένα και μόνον’. Κατόπιν, με ψήφισμά της εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια ‘Κυβερνήτη της Ελλάδος’ για επτά χρόνια και ψήφισε το ‘Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος’ που έμεινε στην ιστορία ως το πιο φιλελεύθερο και δημοκρατικό σύνταγμα της εποχής του.

Η Συνέλευση θέλοντας να δώσει στη χώρα ένα οριστικό πολίτευμα, εμπνευσμένο από δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες και βεβαίως από το Πολίτευμα της Ελληνικής Δημοκρατίας του Ρήγα, διακήρυττε στο νέο Σύνταγμα για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας: ‘η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού’. Ακόμη, καθιέρωνε ρητά τη διάκριση των εξουσιών, ανέθετε στον Κυβερνήτη την εκτελεστική εξουσία και τη νομοθετική στο σώμα των αντιπροσώπων του λαού, τη Βουλή.

Τα Οικονομικά του Αγώνα και τα Δάνεια της Ανεξαρτησίας

Σε γενικές γραμμές, η χρηματοδότηση της ελληνικής επανάστασης έγινε από τους ίδιους τους επαναστατημένους Έλληνες, κυρίως τους γεωργούς και κτηνοτρόφους που διέθεταν το φυτικό και ζωϊκό τους κεφάλαιο, τους καραβοκύρηδες στην Ύδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά που διέθεσαν τα πλοία τους και Έλληνες της διασποράς και φιλέλληνες που στήριξαν οικονομικά την επανάσταση. Μιά άλλη πηγή χρηματοδότησης ήταν τα λάφυρα από τις επιδρομές και τίς μάχες.

Κατά τη διάρκεια της επανάστασης, καταναλώθηκε σημαντικός πλούτος και οι οικονομικές δομές που υπήρχαν καταστράφηκαν εξαιτίας του πολέμου. Επιπλέον, εντάθηκε το φαινόμενο της πειρατείας και ληστείας.

Ωστόσο, δεδομένου ότι οι πόροι αυτοί δεν επαρκούσαν, συνήφθησαν τα δύο δάνεια της ανεξαρτησίας, το 1824 και το 1825, από την κεφαλαιαγορά του Λονδίνου, με ιδιαίτερα δυσμενείς όρους. Το προϊόν αυτών των δανείων εξανεμίσθηκε, καθώς το προϊόν του πρώτου δανείου (ύψους 472.000 στερλινών για δάνειο ονομαστικής αξίας 800.000 στερλινών) χρησιμοποιήθηκε για τη χρηματοδότηση της εμφύλιας σύρραξης του 1824-25, ενώ το προϊόν του δευτέρου δανείου (ύψους 1.1 εκατομμυρίων στερλινών για δάνειο ονομαστικής αξίας 2 εκατομμυρίων στερλινών) ουσιαστικά δεν έφθασε ποτέ στην Ελλάδα.

Μεγάλο μέρος του δεύτερου δανείου κατασπαταλήθηκε εκτός Ελλάδας για την αγορά κανονιών και τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων στην Αγγλία και Αμερική, που ποτέ όμως, δεν έφτασαν στη χώρα, καθώς και για την πρόσληψη ξένων στρατηγών και ναυάρχων. Το μεγαλύτερο, όμως, μέρος του δανείου σπαταλήθηκε στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου για την εξαγορά των ομολογιών του πρώτου δανείου, αξίας 250 χιλ. στερλινών.

Ομόλογο του 2ου Δανείου της Ανεξαρτησίας του 1825

H σύναψη του πρώτου και δεύτερου δανείου της Ανεξαρτησίας στην Αγγλία, από την προσωρινή διοίκηση της Επανάστασης, είχε θεωρηθεί ως επιτυχία πολύ σημαντικότερη από κάθε στρατιωτική νίκη. Χαιρετίστηκε ως η επιτυχής έναρξη «οικονομικών συμμαχιών» με τη Δυτική Ευρώπη, και κυρίως με την Αγγλία, και συνεπώς, διεθνής αναγνώριση του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Τα δάνεια, όμως, των οποίων οι όροι έκδοσης ήταν ούτως ή άλλως επαχθείς, δεν χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό για τον οποίο συνομολογήθηκαν, αλλά για τη χρηματοδότηση του «υπέρ ηγεμονίας και πρωτείων αγώνα».

Το 1826 κηρύχθηκε η πρώτη ελληνική ‘πτώχευση’, καθώς η Προσωρινή Κυβέρνηση της Ελλάδος, ευρισκόμενη σε αδυναμία, ανέστειλε μονομερώς τις απαραίτητες πληρωμές για την εξυπηρέτηση των δανείων της ανεξαρτησίας.
Η κατάχρηση των ελληνικών δανείων από τους ξένους κερδοσκόπους ήταν τόσο σκανδαλώδης, που είχε επισείρει την αγανάκτηση των φιλελλήνων ακόμη και στην Αγγλία. Αγγλικές εφημερίδες, όπως οι Times, έφεραν στη δημοσιότητα τα σκάνδαλα της διαχείρισης των χρημάτων. Με την πάροδο του χρόνου, τα σκάνδαλα ξεχάστηκαν. Όμως, η αδυναμία αποπληρωμής του χρέους είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της αξιοπιστίας της χώρας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές για πολλά χρόνια.

Σε όλη τη Δυτική Ευρώπη επικράτησε η άποψη ότι η Ελλάδα αφού χρησιμοποίησε τα δάνεια για την ανεξαρτησία της, μετά δεν τα ανεγνώριζε. Η πραγματικότητα, όμως, ήταν διαφορετική. Σε όλη την περίοδο 1827-1832, η Ελληνική κυβέρνηση κατέβαλε προσπάθειες για το διακανονισμό του χρέους. Ωστόσο, ο Όθων ουδέποτε αναγνώρισε τα δάνεια της Ανεξαρτησίας και επομένως, κάθε προσπάθεια διακανονισμού σταμάτησε. Οι διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές ξανάρχισαν μετά τη μεταπολίτευση του 1863, αλλά απέδωσαν καρπούς μόλις το 1878.

Ο Καποδίστριας και η Συγκρότηση του Κράτους (1828-1931)

Στις 30 Μαρτίου 1827, στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, εκλέχθηκε Κυβερνήτης της Ελλάδας με θητεία επτά ετών, ο Ιωάννης Καποδίστριας, πρώην Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας και επιφανής Έλληνας της διασποράς. Σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνέλευσης, ο Κυβερνήτης θα δεσμευόταν από το Σύνταγμα της Επιδαύρου, έτσι όπως θα αναθεωρείτο από τη Συνέλευση.

Στο εσωτερικό της χώρας, όταν ανέλαβε το 1828, ο Καποδίστριας είχε να αντιμετωπίσει τη ληστεία και την πειρατεία, τους ανύπαρκτους θεσμούς, τη διάλυση του στρατού, καθώς και την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας.

Μια από τις βασικές προϋποθέσεις που έθεσε για να αναλάβει την ηγεσία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, καθώς ο ίδιος υπήρξε θιασώτης του δόγματος της πεφωτισμένης δεσποτείας, ήταν η αναστολή του Συντάγματος και η διάλυση της Βουλής, όροι που τελικώς έγιναν αποδεκτοί. Στη θέση της Βουλής δημιούργησε το «Πανελλήνιον», γνωμοδοτικό όργανο αποτελούμενο από 27 μέλη με καθαρά διακοσμητικό χαρακτήρα, ενώ τη διακυβέρνηση ανέλαβε η Κεντρική Γραμματεία, είδος υπουργικού συμβουλίου διοικούμενου από τον ίδιο. Επίσης, χώρισε τη χώρα σε διοικητικές περιφέρειες.

Ερχόμενος στην Ελλάδα, ο Καποδίστριας δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με το πρωτόκολλο της 18ης Νοεμβρίου 1828 που έθετε τον Μοριά και τις Κυκλάδες υπό την προσωρινή εγγύηση των Συμμάχων. Με τον φόβο ότι οι Άγγλοι θα περιόριζαν την Ελλάδα σε αυτά τα σύνορα, οργάνωσε τακτικό στρατό συνεχίζοντας τον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Τελικά, το Ελληνικό κράτος αναγνωρίστηκε διεθνώς ως ανεξάρτητο κράτος το έτος 1830, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (περιλάμβανε τις Κυκλάδες, την Πελοπόννησο, και μέρος της Στερεάς Ελλάδας).

Ο Καποδίστριας, στη σύντομη θητεία του, έδωσε έμφαση στη συγκρότηση και τη θεσμική οργάνωση του κράτους και του στρατού, προωθώντας την ίδρυση νομικών, διοικητικών, οικονομικών και εκπαιδευτικών θεσμών. Ωστόσο, ο αυταρχικός τρόπος με τον οποίο κυβέρνησε οδήγησε σε συγκρούσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, και τελικά στη δολοφονία του στις 9 Οκτωβρίου 1831.

Η Δολοφονία του Καποδίστρια, 9 Οκτωβρίου 1831. Ελαιογραφία Διονυσίου Tσόκου, Μουσείο Μπενάκη.

Η Οικονομία του Νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, ο Φοίνικας και η Εθνικής Χρηματιστική Τράπεζα

Η οικονομία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους βασιζόταν κυρίως στον πρωτογενή τομέα, τη γεωργία και την κτηνοτροφία και την αλιεία.  Σημαντικό ρόλο έπαιζαν επίσης το εμπόριο και οι θαλάσσιες μεταφορές, αν και τα κυριότερα εμπορικά και ναυτιλιακά κέντρα του ελληνισμού βρίσκονταν εκτός της επικράτειας του ελληνικού κράτους. Δευτερεύοντα ρόλο έπαιζε η εξόρυξη μετάλλων και η βιοτεχνία, η οποία ήταν κυρίως οικοτεχνία.

Ο Καποδίστριας είχε την άποψη ότι οι λεγόμενες ‘εθνικές γαίες’, οι οποίες περιήλθαν στην κατοχή του νέου κράτους μετά την αποχώρηση των οθωμανών ιδιοκτητών τους, θα έπρεπε να διανεμηθούν στους ακτήμονες αγρότες που τις καλλιεργούσαν. Ωστόσο, δεν πρόλαβε να υλοποιήσει την πολιτική αυτή.

Ο Καποδίστριας ίδρυσε Νομισματοκοπείο στην Αίγινα και καθιέρωσε τον Φοίνικα, ένα αργυρό νόμισμα με αναλογία εννέα μέρη αργύρου και ενός χαλκού, ως εθνικό νόμισμα, αντικαθιστώντας το τουρκικό γρόσι. Το όνομα του προέρχεται από το μυθικό πουλί Φοίνικα και συμβολίζει την αναγέννηση της Ελλάδας, το σύμβολο που αποτελεί και τον θυρεό της Φιλικής Εταιρείας.

Ο Φοίνικας του Καποδίστρια

Μόνο ένας μικρός αριθμός νομισμάτων κατασκευάστηκε λόγω της έλλειψης αργύρου, ενώ οι περισσότερες συναλλαγές στην Ελλάδα εξακολουθούσαν να πραγματοποιούνται με ξένα νομίσματα, κυρίως τουρκικούς παράδες και ισπανικά δίστηλα. Το 1831, η μετατρεψιμότητα του νομίσματος σε άργυρο ανεστάλη και εκδόθηκε χαρτονόμισμα για τη χρηματοδότηση των μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Εκδόθηκαν τραπεζογραμμάτια αξίας 5, 10, 50 και φοινίκων. Επρόκειτο για την πρώτη αναστολή της μεταλλικής μετατρεψιμότητας του νομίσματος στη νεώτερη Ελλάδα.

Σε όλη την περίοδο 1827-1832, η κυβέρνηση κατέβαλε προσπάθειες για το διακανονισμό του δανείων της ανεξαρτησίας. Τον Απρίλιο του 1827 συμφωνήθηκε η σύναψη δανείου 5 εκ. διστήλων για την πληρωμή των τόκων. Λίγο αργότερα, τον Ιούλιο του 1829, προτάθηκε η απόσβεση του δανείου με την παραχώρηση προς τους δανειστές μέρος των εθνικών κτημάτων. Ωστόσο οι πρωτοβουλίες αυτές δεν τελεσφόρησαν.

Η απομόνωση της χώρας από τις ευρωπαϊκές χρηματαγορές και η επείγουσα ανάγκη εύρεσης πόρων κατέδειξαν τη χρησιμότητα ίδρυσης ενός εθνικού τραπεζικού ιδρύματος. Πρωταρχικό μέλημα της κυβέρνησης Καποδίστρια ήταν η ίδρυση τράπεζας.

Η πρώτη προσπάθεια ίδρυσης ενός πιστωτικού ιδρύματος έγινε από τον Καποδίστρια το 1828, με τη σύσταση της Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας (διάταγμα της 2ας Φεβρουαρίου 1828). Έλαβε τη μορφή κρατικής τράπεζας «επί τη προσδοκία ότι τα κεφάλαια ήθελον συρρεύσει δι’ αυτής εκ πατριωτισμού εις το κενόν δημόσιον ταμείον και ανακουφισθώσιν αι επείγουσαι και πολλαπλαί αυτού ανάγκαι» (βλ. την έκκληση του Καποδίστρια στη Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος, 5 Φεβρουαρίου 1828, σελ. 42-43).

Κύρια εργασία της ήταν η έκδοση εντόκων ομολόγων προς 8% που γίνονταν αποδεκτά στις συναλλαγές με το δημόσιο τομέα, έναντι των παρεχομένων κεφαλαίων, ενώ δεν της παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης τραπεζογραμματίων. Με άλλα λόγια, λειτούργησε ως δανειστικός οργανισμός για λογαριασμό του κράτους παρά ως εκδοτική κεντρική τράπεζα. Η απροθυμία, όμως, κατάθεσης ιδιωτικών κεφαλαίων οδήγησε στην πρόωρη διάλυσή της το 1834.

Ο Ρόλος των Προστάτιδων Δυνάμεων, η Ελληνική Ανεξαρτησία και η Επιλογή του Όθωνα ως Βασιλέα της Ελλάδος

Οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία, επιδιώκοντας η κάθε μία τα δικά της συμφέροντα, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Για το υπόλοιπο του 19ου αιώνα, συνέχισαν να παίζουν αυτό το ρόλο, ως Προστάτιδες Δυνάμεις, παρεμβαίνοντας τόσο στα εσωτερικά του ελληνικού κράτους, όσο και στις σχέσεις του με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Μετά την παρέμβαση της Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827), η δημιουργία ενός κράτους στη νότια Ελλάδα είχε πλέον δρομολογηθεί. Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 16ης Νοεμβρίου 1828 ήταν μια πρώτη συμφωνία μεταξύ τους, με την οποία ίδρυσαν το εσωτερικά αυτόνομο ελληνικό κράτος, υπό Οθωμανική όμως επικυριαρχία.

Παράλληλα με τις προσπάθειές του να θέσει τα θεμέλια για ένα σύγχρονο κράτος, ο Καποδίστριας ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις με τις Προστάτιδες Δυνάμεις ως προς την έκταση και το συνταγματικό καθεστώς του νέου ελληνικού κράτους. Το Πρωτόκολλο τροποποιήθηκε στις 22 Μαρτίου 1829 με την υπογραφή του δεύτερου Πρωτόκολλου του Λονδίνου, το οποίο αποδέχθηκε και τη συμπερίληψη μέρους της Στερεάς Ελλάδος στο αυτόνομο ελληνικό κράτος.

Το Πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας του Ελληνικού κράτους (γνωστό και ως Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830) υπογράφηκε από τις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία στις 3 Φεβρουαρίου του 1830. Ήταν η πρώτη επίσημη, διεθνής διπλωματική πράξη που αναγνώριζε την Ελλάδα ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος, το οποίο θα επεκτεινόταν νότια της συνοριακής γραμμής που όριζαν οι ποταμοί Αχελώος και Σπερχειός. 

Λόγω της καχυποψίας απέναντι στον Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ι. Καποδίστρια (θεωρούνταν ρωσόφιλος), το 1830 η Αγγλία κατά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Κράτους πέτυχε συμφωνία με τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις («Προστάτιδες Δυνάμεις») της μεταβολής του πολιτειακού σχήματος της χώρας, την επιβολή μοναρχίας και τη μετατροπή του ελληνικού κράτους σε βασίλειο.

Στο πρωτόκολλο οριζόταν ότι πολίτευμα του ελληνικού κράτους θα ήταν η μοναρχία και για τη θέση του μονάρχη οι συμβαλλόμενες χώρες επέλεξαν τον πρίγκιπα Λεοπόλδο της Σαξονίας-Κόμπουρκ & Γκότα (μετέπειτα Βασιλιά του Βελγίου), ο οποίος όμως δεν δέχτηκε. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, στον θρόνο τελικά ανέβηκε ο μόλις 17χρονος πρίγκηπας Όθωνας των Βίττελσμπαχ της Βαυαρίας και σε αυτό συνέβαλε ο φανατικός φιλελληνισμός του πατέρα του Λουδοβίκου Α΄ της Βαυαρίας.  Οι Προστάτιδες Δυνάμεις τον όρισαν ως Βασιλέα με τη Συνθήκη του Λονδίνου (1932), αν και δεν ήταν απόλυτα σύμφωνες μεταξύ τους με την επιλογή του, ιδιαίτερα δε η Μεγάλη Βρετανία.

Το πρωτόκολλο εκλογής του Όθωνα (25 Απριλίου 1832) ως βασιλιά υπογράφηκε από εκπροσώπους των Προστάτιδων Δυνάμεων και στάλθηκε για έγκριση στο βασιλιά Λουδοβίκο Α΄της Βαυαρίας, ο οποίος εξέφρασε ορισμένα αιτήματα για την αποδοχή του ελληνικού θρόνου από τον γιο του Όθωνα:

  1. Να επεκταθούν τα όρια του Βασιλείου μέχρι το Βόλο και την Άρτα και να προσαρτηθούν η Κρήτη και η Σάμος.
  2. Να χορηγηθεί δάνειο 60.000.000 γαλλικά φράγκα και να σταλούν στην Ελλάδα τρία συντάγματα βαυαρικού στρατού (3.500 άντρες).
  3. Να λειτουργήσει τριμελής αντιβασιλεία μέχρι την ενηλικίωση του Όθωνα.
  4. Να μην θεσπιστεί Σύνταγμα πριν από την ανάληψη των καθηκόντων από τον βασιλιά, ώστε να μην υποχρεωθεί να το αναστείλει σε περίπτωση κρίσης.
  5. Ο τίτλος του Όθωνα να είναι “Βασιλεύς της Ελλάδος”.

Οι Προστάτιδες Δυνάμεις απέρριψαν την πρώτη αξίωση και δέχτηκαν τους υπόλοιπους όρους, ορίζοντας ότι το αιτούμενο δάνειο θα καταβαλλόταν, υπό την εγγύησή τους, σε τρεις ισόποσες δόσεις. Δύο μήνες αργότερα (17 Ιουνίου 1832) καθορίστηκαν τα ‘οριστικά’ σύνορα του νεοσύστατου Βασιλείου, το οποίο αποκτούσε την Ακαρνανία, την Αιτωλία και την Φθιώτιδα, με οροθετική γραμμή που ξεκινούσε από το Κομπότι (Αμβρακικός Κόλπος), περνούσε από τις κορυφές Όθρυς και Τυμφρηστός και κατέληγε στο Μαλιακό.

Από την Αντιβασιλεία στη Μοναρχία, 1833-1835

Όταν έφθασε ο Όθων στην Ελλάδα, στις 6 Φεβρουαρίου 1833, συνοδευόμενος από τα τρία μέλη της Αντιβασιλείας Armansperg, Maurer και Heideck, έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής. Ωστόσο βρήκε τη χώρα πλήρως αποδιοργανωμένη. Η δε οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση ήταν σχεδόν απελπιστική.

Είσοδος του Όθωνα στο Ναύπλιο, Ελαιογραφία Peter von Hess, Νέα Πινακοθήκη Μονάχου.

Η αντιβασιλεία, η οποία λειτούργησε έως την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, προώθησε την εσωτερική οργάνωση του κράτους κατά τα Βαυαρικά πρότυπα, τα οποία με τη σειρά τους βασίζονταν στο συγκεντρωτικό γαλλικό διοικητικό σύστημα. ∆ιατήρησε τα 7 υπουργεία που προϋπήρχαν (Εξωτερικών, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Εκκλησιαστικών και Εκπαιδεύσεως, Οικονομικών, Στρατιωτικών, Ναυτικών) και δημιούργησε δημοσιονομικό παράρτημα στο υπουργείο Εσωτερικών. Οργάνωσε τη δικαιοσύνη, συνέταξε κώδικες και ίδρυσε  Ανώτατο Λογιστήριο, το Ελεγκτικό Συνέδριο, τα κεντρικά και επαρχιακά ταμεία και το Εθνικό Νομισματοκοπείο.

Η αντιβασιλεία προώθησε προώθησε και μία σειρά από άλλες μεταρρυθμίσεις:

Στον τομέα της εκπαίδευσης, ιδρύθηκαν εξατάξια δημοτικά σχολεία σε κάθε δήμο της χώρας, τριτάξια ελληνικά σχολεία (αντίγραφα του γερμανικού Lateinische Schüle) στις έδρες των επαρχιών και γυμνάσια (κατά το γερμανικό Gymnasium) στις πρωτεύουσες των νομών.

Το 1833 η Εκκλησία της Ελλάδος κηρύχθηκε μονομερώς αυτοκέφαλη, χωρίς την έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διοικούμενη από δική της Ιερά Σύνοδο αρχιερέων.

Στον τομέα της Δικαιοσύνης, ιδρύθηκαν πρωτοβάθμια δικαστήρια, δύο εφετεία, τρία εμποροδικεία και ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο.

Ο τακτικός στρατός, ο οποίος είχε αποδιοργανωθεί μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ανασυγκροτήθηκε, ενώ ιδρύθηκε και η Χωροφυλακή (κατά μετάφραση του γαλλικού Gendarmerie) για τη διαφύλαξη της ασφάλειας στην ύπαιθρο και την καταπολέμηση της ληστείας.

Το 1834 ως πρωτεύουσα του κράτους ορίστηκε η Αθήνα, η οποία μόλις είχε απελευθερωθεί, και την 1 Δεκεμβρίου μεταφέρθηκαν εκεί οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές από το Ναύπλιο.

Είσοδος του Βασιλέα Όθωνα στην Αθήνα, Ελαιογραφία Peter von Hess, Νέα Πινακοθήκη Μονάχου

Το 1837 ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο σύντομα ονομάστηκε Οθώνειο.

Τόσο στην περίοδο της αντιβασιλείας όσο και μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, προωθήθηκε με κάθε μέσο η σύνδεση του νέου ελληνικού κράτους με την αρχαία Ελλάδα και τον πολιτισμό της. Ιδρύθηκε αρχαιολογικό μουσείο και ενισχύθηκαν οι αρχαιολογικές έρευνες και ανασκαφές. Παράλληλα προωθήθηκε ο νεοκλασικισμός στην αρχιτεκτονική, ιδίως μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα.

Η βαυαρική δυναστεία άφησε την κληρονομιά της και στην τέχνη. Η λεγόμενη Σχολή του Μονάχου κυριάρχησε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Οι επιφανείς εκπρόσωποί της (Νικηφόρος Λύτρας, Νικόλαος Γύζης, Γεώργιος Ιακωβίδης, Κωνσταντίνος Βολονάκης, Γιαννούλης Χαλεπάς κ.ά.) σπούδασαν καλές τέχνες στη βαυαρική πρωτεύουσα με υποτροφία του ελληνικού ή του βαυαρικού κράτους και μετέφεραν τον αυστηρό νεοκλασικισμό και τη γερμανική ακαδημαϊκότητα στη νεοελληνική τέχνη. Ο έντονος μυστικισμός και τα ιδεαλιστικά ρομαντικά εθνικά μηνύματα των ιστορικών πινάκων του Λύτρα, του Γύζη, του Θεόδωρου Βρυζάκη κ.ά. απεικόνιζαν εικαστικά τα προτάγματα της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας.

Οικονομία και Μοναρχία

Κατά την έναρξη της περιόδου της βασιλείας του Όθωνα συνήφθη δάνειο 60.000.000 γαλλικών φράγκων το οποίο εγγυήθηκαν οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Όπως συνέβη και με τα δάνεια της ανεξαρτησίας, ελάχιστο μέρος του δανείου έφθασε στην Ελλάδα, και αυτό σπαταλήθηκε από τους Βαυαρούς.

Με Βασιλικό διάταγμα της 8ης Φεβρουαρίου 1833 «περί ρυθμίσεως του νομισματικού συστήματος», αντικαθίσταται ο Φοίνικας με τη Δραχμή.

Η δραχμή ήταν και πάλι αργυρό νόμισμα. Αποτελείτο από εννέα μόρια καθαρού αργύρου και ένα μόριο χαλκού. Ζύγιζε 4,029 γραμμάρια καθαρό ασήμι και 0,448 γραμμάρια χαλκό. Η δραχμή κυκλοφόρησε σε μία σειρά από αργυρά νομίσματα της μισής, μιας και πέντε δραχμών, καθώς και χάλκινα κέρματα των 1, 2, 5 και 10 λεπτών.

Προβλεπόταν, επίσης, η κοπή χρυσών νομισμάτων. Το χρυσό εικοσάδραχμο (οθώνειο) αποτελείτο από εννέα μόρια καθαρού χρυσού και ένα μόριο χαλκού. Ζύγιζε 5,199 γραμμάρια χρυσό. Ανά δραχμή ζύγιζε 0,25994 γραμμάρια καθαρό χρυσό και 0,577 γραμμάρια χαλκό. Δηλαδή, η χρυσή δραχμή περιείχε 15½ φορές λιγότερο χρυσό από ό,τι ασήμι. Επομένως, η αναλογία τιμής των δύο μετάλλων (legal ratio) ήταν η διεθνής τιμή του 15½ προς 1.

Η Δραχμή του Όθωνα

Η δραχμή δεν βασίστηκε στο φοίνικα. Επρόκειτο για δύο τελείως διαφορετικά νομίσματα από κάθε άποψη (ισοτιμίας, βάρους, ονομασίας και παραστάσεων). Η μόνη σχέση σύνδεσής τους είναι ότι ο φοίνικας χρονικά προηγείται της δραχμής. Το μόνο στοιχείο του φοίνικα, που υιοθετήθηκε από τη δραχμή του Όθωνα, ήταν το δεκαδικό σύστημα που διευκόλυνε σημαντικά τους ποικίλους λογιστικούς υπολογισμούς. Από άποψη παραστάσεων, ο φοίνικας είχε χαρακτήρα έντονα συμβολικό και μυστικιστικό, καθώς ήταν το σύμβολο της Φιλικής Εταιρείας. Αντίθετα, η δραχμή αναζητεί την ονομασία της στην αρχαιότητα, ενώ δανείζεται τις παραστάσεις της από τα νομίσματα των ευρωπαϊκών βασιλείων.

Αργότερα, το 1841, ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα ως μία μικτή εκδοτική και εμπορική τράπεζα, κατά τα πρότυπα της Τράπεζας της Αγγλίας. Επιπλέον δόθηκε έμφαση στις εξαγωγές, κυρίως αγροτικών προϊόντων, ώστε να μπορούν να χρηματοδοτούνται τις αναγκαίες εισαγωγές.

Η σύσταση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ήταν αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης του Όθωνα με ξένους κεφαλαιούχους. Με τον ιδρυτικό νόμο της 30ης Μαρτίου 1841 ορίστηκε το κεφάλαιο της Τράπεζας σε 5 εκ. δραχμές και της παραχωρήθηκε το δικαίωμα «να εκδώσει τραπεζικά γραμμάτια εις τον φέροντα» (άρθρο 19). Η Τράπεζα άρχισε τις εργασίες της την 22α Ιανουαρίου 1842 σε κλίμα πανηγυρικό.

Η νέα Τράπεζα αποτελείτο από δύο τμήματα, το τμήμα έκδοσης νομίσματος και το τμήμα των τραπεζικών συναλλαγών, κατά το πρότυπο της Τράπεζας της Αγγλίας.

Είχε το αποκλειστικό προνόμιο της έκδοσης τραπεζογραμματίων. Με το νόμο της 19ης Αυγούστου 1841 τα τραπεζικά γραμμάτια της Εθνικής «δεν υπόκεινται εις αναγκαστικήν συναλλαγήν καθ’ όσον αφορά τους ιδιώτας. Επομένως, η Τράπεζα και τα Υποκαταστήματα αυτής χρεωστούν, όταν ζητηθή η εξαργύρωσίς των να τα ανταλλάττωσιν αμέσως και άνευ αντιρρήσεως με νομίμως κυκλοφορούντα νομίσματα. Τα ταμεία όμως του Κράτους υποχρεούνται να τα δέχωνται, επί τη βάσει της ονομαστικής αξίας τους, αντί μετρητών εις τας παρ’ ιδιωτών προς αυτά γενομένας πληρωμάς» (άρθρο 7). Ταυτόχρονα, δεχόταν ιδιωτικές καταθέσεις σε τραπεζογραμμάτια ή μεταλλικά νομίσματα και παρείχε δάνεια.

Αρχικά, οι εργασίες της Τράπεζας περιορίζονταν στις προεξοφλήσεις και τα ενυπόθηκα δάνεια ή τα δάνεια με ενέχυρο. Αργότερα, προστέθηκαν η αποδοχή καταθέσεων, εντόκων ή ατόκων (1859), η λειτουργία Ταμιευτηρίου (1845), οι χορηγήσεις προς τους ιδιοκτήτες γης (κτηματική πίστη, 1861), τα δάνεια ανοικτού λογαριασμού επ’ ενεχύρω χρηματογράφων (1864), οι εργασίες της πίστης επί των κινητών αξιών (συμμετοχή σε εγχώριες εταιρείες, 1871), δάνεια προς δήμους, λιμένες και άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (1880), δάνεια επ’ ενεχύρω εμπορευμάτων (1890), δάνεια επ’ ενεχύρω ενεχυρογράφων (warrants, 1897).

Το 1891 ανέλαβε την πρωτοβουλία ίδρυσης Εθνικής Ασφαλιστικής Εταιρείας. Ανέλαβε, επίσης, τη διαχείριση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της χώρας. Διατηρούσε αποθέματα σε πολύτιμα μέταλλα (χρυσό ή ασήμι) στο Ταμείο της και τοκοφόρες καταθέσεις σε συνάλλαγμα σε ξένες τράπεζες (Τράπεζα Αγγλίας, Γαλλίας και Reichsbank), ευθέως εξαργυρώσιμες σε μεταλλικό.

Η νομισματική ιστορία της Ελλάδας μετά το 1827 σημαδεύτηκε από την έλλειψη πόρων και την ανεπάρκεια των θεσμών του νεοσύστατου κράτους, την πολιτική αστάθεια, τα επαχθή δάνεια της Ανεξαρτησίας και τις παρεμβάσεις των Προστάτιδων Δυνάμεων. Η ανάγκη πρόσβασης στις διεθνείς χρηματαγορές επέβαλε στην Ελλάδα τα νομισματικά συστήματα των προηγμένων χωρών της Ευρώπης, στην αρχή τον κανόνα αργύρου και κατόπιν τον διμεταλλισμό. Για πενήντα περίπου χρόνια, από την ίδρυση του νεότερου Ελληνικού κράτους, το νομισματικό σύστημα βασίσθηκε σε μεταλλικά νομίσματα, στην αρχή στο φοίνικα και κατόπιν στη δραχμή. Τα μεταλλικά αυτά νομίσματα ήταν σχετικά σταθερής αξίας, αν και παράλληλα με αυτά κυκλοφορούσαν για μεγάλο διάστημα και φθαρμένα τουρκικά και ευρωπαϊκά νομίσματα.

Το νομισματικό αυτό σύστημα, μετά και την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας, ενίσχυσε τη δημοσιονομική πειθαρχία, καθώς η Εθνική δεν ενέδιδε εύκολα στις απαιτήσεις έκδοσης νέων τραπεζογραμματίων. Ωστόσο, περιοδικές δημοσιονομικές διαταραχές οδηγούσαν αναπόφευκτα σε παύσεις της μετατρεψιμότητας του νομίσματος, καθώς η πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές ήταν δύσκολη, λόγω της αδυναμίας εξυπηρέτησης των δανείων της Ανεξαρτησίας.

Οι δημοσιονομικές δυσχέρειες, που αντιμετώπισε ο Καποδίστριας το 1831, και η αδυναμία σύναψης εξωτερικού δανείου οδήγησαν στο πρώτο επεισόδιο παύσης της μετατρεψιμότητας. Όταν το 1832 οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις συμφώνησαν να εγγυηθούν για την Ελλάδα το μεγάλο δάνειο των 60 εκ. γαλλικών φράγκων, προκειμένου να στηρίξουν τον Όθωνα, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την εισαγωγή του διμεταλλισμού. Ο διμεταλλισμός θεσμοθετήθηκε με την εισαγωγή της δραχμής στις αρχές του 1833.

Δέκα χρόνια αργότερα, το 1843, νέες δημοσιονομικές δυσχέρειες οδήγησαν την Ελλάδα στη μονομερή αναστολή της εξυπηρέτησης του δανείου των τριών Προστάτιδων Δυνάμεων. Επρόκειτο για τη δεύτερη ελληνική πτώχευση, καθώς η Ελλάδα βρέθηκε σε αδυναμία να εξυπηρετήσει το δάνειο των 60.000.000 γαλλικών φράγκων.

Η διεθνής πολιτική αστάθεια του 1848 και οι νομισματικές της επιπτώσεις οδήγησαν στο δεύτερο βραχύβιο επεισόδιο παύσης της μετατρεψιμότητας. Η μετατρεψιμότητα της δραχμής επανήλθε το Δεκέμβριο του 1848. Στη δεκαετία 1854-1864, παρά τις εσωτερικές και εξωτερικές πολιτικές δυσκολίες, και την απειλή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου προκειμένου να διασφαλισθεί η αποπληρωμή των δανείων, ο διμεταλλισμός επιβίωσε.

Η Πολιτική του Όθωνα ως Απόλυτου Μονάρχη

Μετά την ενηλικίωσή τουτην 1η Ιουλίου του 1835, ο Όθων ενίσχυσε τον συγκεντρωτισμό της εκτελεστικής εξουσίας, κυβερνώντας πλέον ως απόλυτος μονάρχης. Η διακυβέρνηση χωρίς Σύνταγμα ερχόταν σε αντίθεση με τις συνθήκες από τις οποίες αναδύθηκε η ανεξάρτητη Ελλάδα και προκαλούσε συνεχείς εντάσεις, όπως συνέβη άλλωστε και με τον Καποδίστρια.

Παρά την απουσία Συντάγματος και Βουλής έως το 1843, στην περίοδο αυτή υπήρχαν πολιτικά κόμματα τα οποία είχαν τη ρίζα τους στην εποχή του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Αυτά ήταν γνωστά ως το «αγγλικό», το «γαλλικό» και το «ρωσικό», ανάλογα με την προστάτιδα δύναμη από την οποία αντλούσαν το κύριο μέρος της πολιτικής τους επιρροής.

Παρά το ότι τα κόμματα είχαν πολιτικές διαφορές, τα μεταξύ τους όρια ήταν συγκεχυμένα, καθώς τα κόμματα ήταν κατά βάση αρχηγικά και βασίζονταν στις πελατειακές σχέσεις. Το «αγγλικό» και το «γαλλικό» κόμμα εξέφραζαν εκείνους που δυσφορούσαν με την άρνηση του Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα, ενώ το «ρωσικό» ήταν το κόμμα που εξέφραζε τα πιο συντηρητικά, θρησκόληπτα και φιλομοναρχικά κοινωνικά στρώματα. Το «αγγλικό» κόμμα έθετε ως πρώτη προτεραιότητα την εσωτερική οργάνωση του ελληνικού κράτους, ενώ το «γαλλικό» και το «ρωσικό» τη γεωγραφική του επέκταση.

Η πολιτική του Όθωνα είχε δώσει αφορμές για δυσαρέσκεια σε όλα τα πολιτικά κόμματα. Πρωθυπουργός της χώρας μετά την ενηλικίωσή του ανέλαβε για σχεδόν δύο χρόνια ο Βαυαρός Armansperg, πρώην επικεφαλής του Συμβουλίου της Αντιβασιλείας. Αργότερα αντικαταστάθηκε από τον επίσης Βαυαρό Rudhart, και, αφότου εκείνος έπεσε σε δυσμένεια, από τον ίδιο τον Όθωνα. Οι Έλληνες πολιτικοί σπανίως μετείχαν στα ανώτατα κλιμάκια της εξουσίας. Συνήθως διορίζονταν είτε ως αναπληρωτές πρωθυπουργοί, και μέλη του υπουργικού συμβουλίου είτε εξοβελίζονταν ως πρέσβεις στο εξωτερικό. Μεταξύ 1837 και 1841 πρωθυπουργός είχε αναλάβει ο ίδιος ο Όθων, με δύο Έλληνες αντιπροέδρους (Γεώργιο Κουντουριώτη και Ανδρέα Ζαΐμη). Μετά το 1841 ο Όθων άρχιζε να διορίζει ως πρωθυπουργούς μόνο Έλληνες.

Δυσαρέσκεια προκαλούσε και το ζήτημα των λεγομένων «ετεροχθόνων», δηλαδή των Ελλήνων που είχαν εγκατασταθεί στο Βασίλειο μετά την ανεξαρτησία. Καθώς οι περισσότεροι από αυτούς είχαν ανώτερη εκπαίδευση, είχαν καταλάβει και την πλειοψηφία των ανώτερων δημοσίων θέσεων, προς μεγάλη δυσαρέσκεια των παλαίμαχων του Αγώνα της Ανεξαρτησίας.

Τέλος, μεγάλη δυσαρέσκεια προκαλούσε και η οικονομική πολιτική του Όθωνα, δεδομένου μάλιστα ότι το μεγαλύτερο μέρος των δημοσίων δαπανών ήταν δαπάνες για τη λειτουργία της Μοναρχίας, τη συντήρηση των βαυαρικών συνταγμάτων και την εξυπηρέτηση του δανείου του 1833. Καθώς οι πρέσβεις των Προστάτιδων Δυνάμεων ζητούσαν την καταβολή χρεολυσίου και τόκων του δανείου των 60 εκατομμυρίων φράγκων, μεταξύ 1837 και 1843 ο Όθων εξαναγκάστηκε σε σημαντικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, οι οποίες οδήγησαν σε απολύσεις, μειώσεις μισθών και οικονομική ύφεση. Μείωσε τον αριθμό των καθηγητών του Πανεπιστημίου, που μόλις είχε ιδρυθεί, ενώ μείωσε και τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. Στις συνεχιζόμενες απαιτήσεις των πρέσβεων, αναγκάστηκε να περικόψει από όλους τους κλάδους της διοίκησης, μειώνοντας ακόμη και τον στρατό σε κάτω από 5.000 άνδρες.

Κατά συνέπεια, τόσο λόγω της πολιτικής της αντιβασιλείας όσο λόγω και της δικής του πολιτικής και της κατάστασης της οικονομίας, η δυσαρέσκεια κατά του Όθωνα μεγάλωνε.

Μετά την αντικατάσταση του Armansperg, ο Όθων έκανε φιλορωσική στροφή και επιχείρησε να απεξαρτηθεί από την ασφυκτική βρετανική κηδεμονία. Στόχος του ήταν, ανάμεσα στα άλλα, να εξασφαλίσει και ευρύτερη λαϊκή υποστήριξη. Το «ρωσικό» κόμμα διέθετε μακράν τη μεγαλύτερη επιρροή στις λαϊκές μάζες, καθώς αναλισκόταν σε αλυτρωτικές, θρησκευτικές και μεσσιανικές αναζητήσεις. Επιπλέον, για τον Όθωνα είχε το πλεονέκτημα ότι πρόβαλλε λιγότερο τα συνταγματικά αιτήματα. Ωστόσο και οι οπαδοί του «ρωσικού» κόμματος είχαν λόγους να είναι δυσαρεστημένοι με τον μονάρχη, λόγω της ρήξης με το Πατριαρχείο που είχε προκαλέσει η αυτονόμηση της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η ‘Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, το Σύνταγμα του 1844 και το Πολιτικό Σύστημα

Το κίνημα (‘Επανάσταση’) της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 κλόνισε τον θρόνο του Όθωνα. Τη νύκτα του κινήματος ακούστηκαν συνθήματα κατά των Βαυαρών και της δυναστείας, τα οποία όμως κατασίγασε έγκαιρα ο πρωτεργάτης του κινήματος Δημήτρης Καλλέργης.

Τα διατάγματα που αναγκάστηκε να υπογράψει ο Όθωνας και το Σύνταγμα αποτέλεσαν ωστόσο πλήγματα τόσο κατά της ‘απόλυτης μοναρχίας’ όσο και της ‘ξενοκρατίας’: ένα από τα διατάγματα προέβλεπε την απόλυση από τις δημόσιες υπηρεσίες όλων των ξένων, όχι μόνο των Βαυαρών, εκτός από τους παλιούς Φιλέλληνες.

Το Σύνταγμα του 1844 ήταν προϊόν ενός συμβιβασμού με τον Όθωνα, με βάση ένα μελετημένο προσχέδιο που ήταν αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις κυβερνήσεις των Προστάτιδων Δυνάμεων (της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας) και του Λουδοβίκου Α´ της Βαυαρίας (πατέρα του Όθωνα).

Κομβικό ρόλο σε αυτόν τον συμβιβασμό διαδραμάτισαν ο Ιωάννης Κωλέττης και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, οι οποίοι έπεισαν τους Έλληνες πληρεξουσίους να αποδεχθούν τις γενικές αρχές και τις συνταγματικές διατάξεις που είχαν στην ουσία αποφασισθεί στο εξωτερικό. Ο συμβιβασμός αυτός ήταν αναγκαίος για να κατασβεσθούν οι έντονες διαμάχες που είχαν ξεσπάσει μεταξύ των κομμάτων και να σιγήσουν οι ακραίες φωνές που ζητούσαν έξωση του Όθωνα, με ενδεχόμενη συνέπεια την επικράτηση αναρχίας και εμφύλιου σπαραγμού.

Η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, αγνώστου, Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών

Το Σύνταγμα του 1844 είναι το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα που έτυχε εφαρμογής, καθώς ο Καποδίστριας είχε επιτύχει την αναστολή του Συντάγματος του 1827.

Το άρθρο 20 προέβλεπε ότι “η εκτελεστική εξουσία ανήκει εις τον Βασιλέα, ενεργείται δε δια των παρ’ αυτού διοριζομένων υπευθύνων Υπουργών” (άρθρο 20). Το άρθρο 22 ότι “το πρόσωπον του Βασιλέως είναι ιερόν και απαραβίαστον, οι δε Υπουργοί αυτού είναι υπεύθυνοι”. Με βάση το άρθρο 24: “ο Βασιλεύς” διόριζε και έπαυε “τους Υπουργούς αυτού ελευθέρως”. Η δικαιοσύνη πήγαζε “από του Βασιλέως”, ενεργείτο “δε δια Δικαστών υπ’ αυτού διοριζομένων” (άρθρο 86).

Επίσης, το Σύνταγμα καθιέρωνε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, την ευθύνη των υπουργών για τις πράξεις του μονάρχη, ο οποίος τους διόριζε και τους έπαυε, αναγνώριζε θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων, για πρώτη φορά, το απόρρητο των επιστολών και το άσυλο της κατοικίας, και προέβλεπε στο ακροτελεύτιο άρθρο 107 ότι ‘η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων’.

Τέλος, ο εκλογικός νόμος, που ψηφίσθηκε το Μάρτιο του 1844, καθιέρωσε την εκλογή των βουλευτών με πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων, που θα διεξαγόταν με άμεση, σχεδόν καθολική και μυστική ψηφοφορία.

Ιδιαίτερα ταλάνισε την ελληνική κοινωνία η διαμάχη αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, η οποία ξέσπασε τον Ιανουάριο του 1844 στα πλαίσια των συζητήσεων για το άρθρο 3 του Συντάγματος σχετικά με τα προσόντα του Έλληνα πολίτη. Η διαμάχη αυτή είχε ως συνέπεια την απόλυση των ‘ετεροχθόνων’ (μεταξύ αυτών και του εκ Κωνσταντινουπόλεως Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου) από τη δημόσια διοίκηση.

Το νέο Σύνταγμα τέθηκε σε εφαρμογή τον Μάρτιο του 1844, μετασχηματίζοντας την Ελλάδα σε μια συνταγματική μοναρχία με ένα διττό κοινοβούλιο. Επιπλέον, με τον εκλογικό νόμο της 18ης Μαρτίου 1844, η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα στον κόσμο που καθιέρωσε την καθολική ψηφοφορία για τους άνδρες – εννέα στους δέκα ενήλικες άνδρες έλαβαν δικαιώματα ψήφου.

Κεντρική θέση στο σύστημα διακυβέρνησης του Όθωνα μετά την ψήφιση του Συντάγματος έπαιξε ο Ιωάννης Κωλλέτης, επικεφαλής του γαλλικού κόμματος. Η σταδιοδρομία του ξεκίνησε από την θητεία του ως Υπουργού Εσωτερικών (και για ένα διάστημα Προέδρου του υπουργικού συμβουλίου) την περίοδο 1833-35 και την επιτυχή καταστολή των εξεγέρσεων της Μάνης και της Μεσσηνίας. Το σύστημα του Κωλέττη ήταν βασισμένο στην έννοια της μέσης οδού, της σταθερότητας και της διάρκειας. Εναπόθετε την πολιτική ισχύ στον μονάρχη, υποβίβαζε απόλυτα τον ρόλο της Βουλής και εξαρτούσε τη σταθερότητά του από την αρμονική σχέση μονάρχη-πρωθυπουργού.

Βασικό χαρακτηριστικό του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, τουλάχιστον μέχρι την έξωση του Όθωνα, ήταν η εκ των άνω συγκρότηση πλειοψηφιών και η άμβλυνση κάθε πολιτικής διαφοροποίησης. Επιπλέον βασικός μοχλός του συστήματος διακυβέρνησης του Κωλέττη ήταν και οι προνομιακές του σχέσεις με τους οπλαρχηγούς της Ανατολικής Στερεάς, και ιδίως τον Θεοδωράκη Γρίβα, και η τρομοκράτηση μέσω αυτών των πολιτικών του αντιπάλων.

Ο θάνατος του Κωλέττη το 1847 στέρησε τον Όθωνα από έναν πολιτικό κύρους, μεγάλης οξύνοιας και διορατικότητας, ο οποίος ήταν σε θέση να συμπράξει με τον μονάρχη στη βάση των κανόνων της διπλής εκτελεστικής εξουσίας που προέβλεπε το Σύνταγμα.

Οι διάδοχοι του Κωλέττη ήταν πιο αδύναμοι από αυτόν, με αποτέλεσμα το Στέμμα να αναγκαστεί να αναμιχθεί πιο ενεργά στην πολιτική αρένα, διαδραματίζοντας ταυτόχρονα τον ρόλο του πολιτειακού άρχοντα και του αρχηγού της κυβέρνησης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ταχύτερη πολιτική φθορά του Όθωνα.

Η Μεγάλη Ιδέα

Η διατύπωση της ‘Μεγάλης Ιδέας’ από τον Ι. Κωλέττη στις 14 Ιανουαρίου 1844, στη διάρκεια των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης για το Σύνταγμα της 3ης Σεπτεμβρίου, αποτελεί τομή στην πορεία της νεοελληνικής ιδεολογίας. 

Μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους ζούσαν τότε 750.000 κάτοικοι, ενώ, σύμφωνα με ελληνικούς υπολογισμούς, οι Έλληνες εκτός των συνόρων ανέρχονταν σε περίπου 2.000.000. Χάρη στη ρητορική δεινότητα του Κωλέττη, η ‘Μεγάλη Ιδέα’ βρήκε μεγάλη απήχηση στο ελληνικό κοινό και σύντομα έγινε κτήμα ολοκλήρου του έθνους. Ο όρος όμως πολιτογραφήθηκε μέσα σε ασάφεια. Ο Ηπειρώτης πολιτικός έδωσε τότε στη ‘Μεγάλη Ιδέα’ ένα πνευματικό και πολιτισμικό περιεχόμενο: τη μεταλαμπάδευση των φώτων της Δύσης στην Ανατολή. Ο εκπολιτισμός της Ανατολής, δηλαδή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα συνεπέφερε μοιραία (αλλά άδηλα) τον εξελληνισμό της. 

Σύντομα ωστόσο η ‘Μεγάλη Ιδέα’ προσέλαβε εδαφικό περιεχόμενο και ταυτίστηκε με την ανασύσταση του Βυζαντίου, δηλαδή τη δημιουργία μιας ελληνικής αυτοκρατορίας στην Ανατολή.

Η υλοποίηση της ‘Μεγάλης Ιδέας’ αποτέλεσε την κυρίαρχη επιδίωξη της ελληνικής εξωτερικής και γενικότερης πολιτικής για πολλά χρόνια. Η ‘Μεγάλη Ιδέα’ βρέθηκε στο ζενίθ της μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και την επέκταση της έκτασης του ελληνικού κράτους, και ενταφιάστηκε λίγα χρόνια αργότερα, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922.

Μόλις κηρύχθηκε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος το 1853, ο ενθουσιασμός των Ελλήνων του βασιλείου υπήρξε έξαλλος. Ο εθνεγερτικός οίστρος είχε αγκαλιάσει καθολικά όλες τις τάξεις της ελληνικής αστικής κοινωνίας (φοιτητές, καθηγητές, εμπόρους, βιομηχάνους, εργάτες κλ.) και ο εθνικοαπελευθερωτικός πυρετός έλαβε καθολικές διαστάσεις.

Στις 25 Μαρτίου 1854 εκλέχθηκε στο Πέτα επιτροπή (πολιτικής) Διοικήσεως Ηπείρου, μια συμβολική ενέργεια που υποδήλωνε τις προθέσεις των επαναστατών για ανατροπή του οθωμανικού status quo. Το φιλόδοξο όραμα των Ελλήνων επαναστατών συνίστατο στην εκδίωξη των Οθωμανών από την Ευρώπη μετά από καθολική εξέγερση των χριστιανών υπηκόων του Σουλτάνου και στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης με ρωσική βοήθεια.
Ωστόσο, λίγα απτά αποτελέσματα υπήρξαν κατά τη διάρκεια της Βασιλείας του Όθωνα, λόγω της αντίθεσης των Προστάτιδων Δυνάμεων.

Μπροστά στην αποσταθεροποιητική προοπτική που συνεπαγόταν η επιδίωξη της ‘Μεγάλης Ιδέας’, η παρέμβαση της Γαλλίας υπήρξε άμεση και, σε συνεργασία με την Αγγλία, κατέληξε στον αποκλεισμό και την κατοχή του Πειραιά τον Μάϊο του 1854, και στην επιβολή ‘Υπουργείου Κατοχής’ υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και εν συνεχεία (τον Οκτώβριο του 1855) υπό τον Υδραίο προεστό Δημήτριο Βούλγαρη. Η παρέμβαση αυτή έγινε με πρόσχημα την μη εξυπηρέτηση των δανείων της Ανεξαρτησίας και του δανείου του Όθωνα.

Λιθογραφία του 1850 του Honore Daumier για τις παρεμβάσεις των Προστάτιδων Δυνάμεων με αφορμή τη μη εξυπηρέτηση των εξωτερικών δανείων της Ελλάδος

Οι αγγλογαλλικές δυνάμεις Κατοχής δεν αποχώρησαν από τον Πειραιά παρά τον Φεβρουάριο του 1857, αφού πρώτα εξασφάλισαν σαφείς εγγυήσεις για την εξόφληση του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας.

Η παρέμβαση αυτή ήταν συνεπής με την προσπάθεια των Μεγάλων Δυνάμεων να διασφαλίσουν τη σταθερότητα στο εσωτερικό των μεγάλων δυτικοευρωπαϊκών χωρών, μετά το τέλος των Ναπολεοντείων πολέμων. Οι δύο βασικές αρχές στις οποίες στηρίχθηκε η προσπάθεια αυτή ήταν η συνυπευθυνότητα των Μεγάλων Δυνάμεων για τη διατήρηση του εδαφικού status quo των συνθηκών του 1815, και η συλλογικότητα των αποφάσεων, μέσω συγκεκριμένων διπλωματικών πρακτικών, ως προς τις αλλαγές που επιβάλλονταν. Οι αρχές αυτές πήγαζαν από την αντίληψη των Μεγάλων Δυνάμεων ότι διέθεταν ιδιαίτερα δικαιώματα και υποχρεώσεις για τη διατήρηση της διεθνούς τάξης.

Η παρέμβαση τους στην περίπτωση του Κριμαϊκού Πολέμου προέκυψε λόγω του ότι θεώρησαν ότι η αλυτρωτική πολιτική της Ελλάδας έθετε αυτές τις αρχές υπό αμφισβήτηση. Σε κάθε περίπτωση, η παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων υπήρξε εξαιρετικά αποσταθεροποιητική για τη μοναρχία του Όθωνα, καθώς ανέξειξε την αδυναμία του να επωφεληθεί από τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856) προκειμένου η Ελλάδα να μπορέσει να επεκταθεί ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η Διάρθρωση της Παραγωγής και της Απασχόλησης, 1833-1862

Ο θεσμικός μετασχηματισμός του ελληνικού κράτους, αλλά και το χαμηλό σημείο εκκίνησης της ελληνικής οικονομίας, είχε ως αποτέλεσμα την σχετικά ταχεία ανάπτυξη κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας και της Μοναρχίας. Το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα (ΑΕΠ) το 1862 ήταν κατά 49% υψηλότερο από το επίπεδο του 1833, τριάντα χρόνια νωρίτερα. Ο μέσος ρυθμός ετήσιας μεγέθυνσης του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος μεταξύ 1833 και 1862 ήταν σχεδόν 2%.

Ωστόσο, η διαδικασία της οικονομικής μεγέθυνσης είχε έντονες διακυμάνσεις. Στο πρώτο μέρος αυτής της περιόδου (1834-1848) ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν μόλις 0,6%, ενώ στο δεύτερο μέρος (1849-1962) ανέβηκε στο 3,4%.

Ο παραγωγικός μετασχηματισμός της οικονομίας ήταν σε κάθε περίπτωση πολύ αργός, και η Ελλάδα παρέμεινε μια κατά βάση αγροτική οικονομία και οικονομία υπηρεσιών σε όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου.Το μέσο ποσοστό της πρωτογενούς παραγωγής στη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν περίπου 80% του ΑΕΠ, από το οποίο το 50% του ΑΕΠ αντιστοιχούσε στη γεωργία και το 30% στην κτηνοτροφία. Παρότι η συμμετοχή της πρωτογενούς παραγωγής στο ΑΕΠ παρουσιάσε μία πτωτική τάση, η τάση αυτή ήταν εξαιρετικά ασθενής.

Αναφορικά με την απασχόληση, κατά την πρώτη δεκαετία του ανεξάρτητου κράτους, το 60-65% των κατοίκων απασχολούνταν στη γεωργία, 12% στην κτηνοτροφία, το 12% στο εμπόριο και το 7% περίπου ήταν ‘τεχνικοί’. Οι υπόλοιποι ήταν επαγγελματίες και δημόσιοι υπάλληλοι.

Το Ζήτημα των Εθνικών Γαιών και η Διάρθρωση του Αγροτικού Τομέα

Η βάση της γεωργικής παραγωγής ήταν οι λεγόμενες εθνικές γαίες, οι πρώην ιδιοκτησίες (τσιφλίκια) των Οθωμανών, οι οποίες μετά την επανάσταση περιήλθαν στην ιδιοκτησία του ελληνικού κράτους. Οι εθνικές γαίες αποτέλεσαν το κεντρικό πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα στο κράτος και τις κοινωνικές ομάδες που προσπαθούσαν να τις οικειοποιηθούν, όπως οι ακτήμονες αγρότες που τις καλλιεργούσαν, αλλά και οι τοπικοί πρόκριτοι και οπλαρχηγοί που τις εποφθαλμιούσαν.

Το μεγαλύτερο μέρος των εθνικών γαιών εκμισθώθηκε σε ακτήμονες καλλιεργητές, έναντι της υποχρέωσης να πληρώνουν στα δημόσια ταμεία το 15% της ακαθάριστης παραγωγής τους ως μίσθωμα, σύν τη δεκάτη. Έτσι, ο εκμισθωτής της γης υποχρεωνόταν να καταβάλλει στο κράτος περίπου το 25% της ακαθάριστης παραγωγής του. Οι εκμισθωτές ήταν αυτοί που αποφάσιζαν για τον τύπο και τους τρόπους καλλιέργειας, για το όργωμα και την περίφραξη των χωραφιών, αυτοί που αναλάμβαναν τις ζημιές, ενώ δεν απειλούνταν με απαλλοτρίωση και τα δικαιώματά τους ήταν κληρονομικά και απαραβίαστα. Αυτό όμως κάθε άλλο παρά καταχύρωνε πλήρη δικαιώματα ιδιοκτησίας στη γη που καλλιεργούσαν, η οποία παρέμενε στην ιδιοκτησία του κράτους. Για αυτό και το κυριότερο αίτημα των αγροτών, ως την αγροτική μεταρρύθμιση του 1871, ήταν η διανομή των εθνικών γαιών σε αυτούς που τις καλλιεργούσαν.

Οι εθνικές γαίες πέρασαν κάτω από τον έλεγχο της επαναστατικής κυβέρνησης στις περιοχές που απελευθερώνονταν από τους Οθωμανούς, αλλά δεν διανεμήθηκαν στους ακτήμονες γεωργούς, παρά την επιθυμία του Καποδίστρια, επειδή είχαν χρησιμοποιηθεί ως υποθήκη για τα εξωτερικά δάνεια. Μετά την απελευθέρωση η γη δεν διανεμήθηκε στους αγρότες και στους παλαιούς πολεμιστές ούτε από τον Ιωάννη Καποδίστρια, ούτε από τους Βαυαρούς την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα.

Το μεγαλύτερο μέρος των εθνικών γαιών βρίσκονταν στην Πελοπόννησο, ένα μικρότερο μέρος στην Ανατολική Στερεά (κυρίως στη Βοιωτία, στη Λοκρίδα και στην Εύβοια), ενώ στην υπόλοιπη Στερεά Ελλάδα οι εθνικές γαίες καταλάμβαναν λιγότερο από το 10% της καλλιεργημένης γης. Συνεπώς, το αίτημα για διανομή της γης αφορούσε κυρίως την Πελοπόννησο και δευτερευόντως την Ανατολική Στερεά και την υπόλοιπη χώρα. Παρόλο που ένα τμήμα των εθνικών γαιών καταπατήθηκε από τους τοπικούς προκρίτους της κάθε περιοχής, φαίνεται ότι αυτό δεν έγινε σε πολύ μεγάλη έκταση, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1840 και μετά, και για αυτό και δεν δημιουργήθηκαν μεγάλες ιδιοκτησίες στον Ελλάδικό χώρο την περίοδο αυτή. Οι μεγάλες ιδιοκτησίες ιδιωτών μετά βίας ξεπερνούσαν το 5% του συνόλου της αγροτικής γης. Το 70% της καλλιεργήσιμης γης ανήκε στο κράτος, ενώ περισσότερο από το 80% των 120 χιλιάδων αγροτικών οικογενειών ήταν ακτήμονες καλλιεργητές.

Ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1832-1871 ακολούθησε μια πορεία πολύ αργής ανάπτυξης, η οποία θα επιταχυνθεί μόνο κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.

Η έλλειψη επενδυτικών και δανειακών κεφαλαίων στη γεωργία και τα υψηλά ημερομίσθια της εποχής, οι απαρχαιωμένες μέθοδοι καλλιέργειας και συλλογής της παραγωγής, ο κατακερματισμός και η απομόνωση των αγορών εξαιτίας της απουσίας στοιχειώδους οδικού δικτύου και της κυριαρχίας της ληστείας στην ελληνική ύπαιθρο, η σύγχυση για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης και η «διανομή με το σταγονόμετρο» των εθνικών γαιών μέχρι το 1871, υπήρξαν σοβαροί ανασταλτικοί παράγοντες για την ανάπτυξη της γεωργίας και καταδίκασαν σημαντικά τμήματα της υπαίθρου σε φαινόμενα υπανάπτυξης και οικονομικής καθυστέρησης.

Όπως σε όλη τη Μεσόγειο, έτσι και στην Ελλάδα οι κυρίαρχες καλλιέργειες ήταν τα δημητριακά, η ελιά και το αμπέλι. Από τα 7,5 εκατομμύρια στρέμματα που καλλιεργούνταν το 1861, τα 6 καταλάμβαναν τα δημητριακά, κυρίως το σιτάρι (40%) και το καλαμπόκι (22%). Στην πραγματικότητα όμως, από τα έξι αυτά εκατομμύρια στρέμματα των δημητριακών δεν καλλιεργούνταν κάθε χρόνο παρά κάτι λιγότερο από τρία, καθώς, λόγω της έλλειψης λιπάσματος για να μπορέσει η γη να παραγάγει και πάλι, έπρεπε μετά από κάθε σοδειά για ένα χρόνο να μείνει αχρησιμοποίητη. Τα υπόλοιπα 1,5 εκατομμύρια στρέμματα ήταν φυτείες, από τις οποίες το 1/3 ήταν αμπέλια και άλλο τόσο σχεδόν ελιές.

Ο Ρόλος της Βιομηχανίας

Ο ρόλος της βιομηχανίας στην περίοδο του Όθωνα ήταν σχετικά ασήμαντος. Κατά μέσο όρο, το ποσοστό συμμετοχής της βιομηχανίας στο ΑΕΠ στην περίοδο 1833-1862 διαμορφώθηκε στο 3%. Από μηδέν το 1833, το 1862 είχε ανέλθει στο 6,7%.

Ωστόσο, ελάχιστα κοινά είχε η βιομηχανική ανάπτυξη της Ελλάδας με τη βιομηχανική επανάσταση στη Δυτική και την Κεντρική Ευρώπη.

Μέχρι το 1860, οι ελάχιστες βιομηχανικές μονάδες εξυπηρετούσαν τοπικές ανάγκες και αποτελούσαν εξέλιξη των παραδοσιακών μονάδων επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων, δηλαδή αλευρόμυλων, ελαιοτριβείων, βυρσοδεψείων και κλωστηρίων.

Οι περισσότερες ήταν και παρέμειναν μονάδες μικρού μεγέθους, οι οποίες εξυπηρετούσαν την τοπική οικονομία.

Η Σημασία του Εμπορίου

Αναφορικά με το εμπόριο, τα μικρά οικονομικά μεγέθη της χώρας, ο μικρός πληθυσμός, η περιορισμένη αγοραστική δυνατότητα των κατοίκων της, η απουσία παραγωγικών μονάδων μεγάλου μεγέθους, καθήλωναν, σε ολόκληρη την περίοδο αυτή, την εσωτερική εμπορική κίνηση σε σχετικά χαμηλά, αν και όχι ασήμαντα επίπεδα. Το ποσοστό της τριτογενούς παραγωγής στο ΑΕΠ στην περίοδο 1833-1862 διαμορφώθηκε στο 18,6% του ΑΕΠ περίπου, και παρουσίασε μια ελαφρώς ανοδική τάση.

Το εμπόριο της χώρας συνδέθηκε με το εξωτερικό από πολύ νωρίς, από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας. Το εξωτερικό εμπόριο ήταν σχεδόν μόνιμα παθητικό καθώς η Ελλάδα είχε πολύ μεγαλύτερες εισαγωγές από εξαγωγές, παρουσιάζοντας ένα διαρκές έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών.

Παρ’ όλα αυτά, η σημασία του διεθνούς εμπορίου ήταν μεγάλη. Όχι μόνο συνέβαλλε στην αντιμετώπιση του επισιτιστικού προβλήματος της χώρας, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε και την πλέον αξιόπιστη πηγή εσόδων για τα δημόσια ταμεία. Τα έσοδα των τελωνείων αποτελούσαν διαχρονικά ένα σημαντικό ποσοστό των δημοσίων εσόδων.
Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού εξωτερικού εμπορίου αφορούσε γεωργικά προϊόντα. Λόγω του ασήμαντου μεγέθους της ελληνικής βιομηχανίας, τα περισσότερα βιομηχανικά προϊόντα εισάγονταν.

Λόγω του εμπορίου αναπτύχθηκαν και μία σειρά πόλεις με φυσικά λιμάνια, όπως η Ερμούπολη της Σύρου (το πιο σημαντικό εμπορικό και αστικό κέντρο έως το 1865-70), ο Πειραιάς (που σταδιακά εξελίχθηκε στο επίκεντρο του ελληνικού εμπορίου και της βιομηχανίας) και η Πάτρα (το λιμάνι της σταφίδας).

Αναπαράσταση της Ερμούπολης Σύρου, Χαλκογραφία John Carne 1836

Περισσότερο από τα 2/3 της αξίας των εξαγωγών της Ελλάδας στο 19ο αιώνα αφορούσε γεωργικά προϊόντα, ποσοστό που διαρκώς διευρύνεται όσο βαδίζουμε προς το τέλος του αιώνα.

Στην κατηγορία αυτή την πρώτη θέση είχε η σταφίδα, που από μόνη της πλησίαζε σε αξία το 50% των συνολικών εξαγωγών, για να το ξεπεράσει μετά το 1865, όταν η Ελλάδα εμφανίζεται στις διεθνείς αγορές ως χώρα σχεδόν μονοεξαγωγική. Σε κάθε περίπτωση, η σημασία του συναλλάγματος που εισέρρεε στη χώρα από τις εξαγωγές σταφίδας υπήρξε πρωταρχική για τα καχεκτικά δημόσια οικονομικά του κράτους για όλον τον 19ο αιώνα.

Οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων αντιπροσώπευαν πολύ μικρό ποσοστό του συνόλου των εξαγωγών. Σε αυτές κυριαρχούν, με συνεχείς αυξητικές τάσεις, τα επεξεργασμένα δέρματα, ένδειξη ασφαλώς της μεγάλης άνθησης του κλάδου.

Η Κατάρρευση της Μοναρχίας του Όθωνα

Η έντονη παρέμβαση και η συνεχής παρουσία του Στέμματος στην πολιτική διαπάλη έφθειρε σταδιακά το ρόλο της μοναρχίας, συνέβαλε σε εντεινόμενες αντιδράσεις και στην πλήρη κατάρρευσή της μετά από μία σειρά από στρατιωτικά κινήματα το 1862.

Επιβίβαση του Όθωνα και της Αμαλίας στο Αγγλικό πολεμικό HMS Scylla, 23 Οκτωβρίου 1862

Με την κορύφωση των αντιδράσεων στο εσωτερικό, ο Όθων και η Αμαλία εγκατέλειψαν την Ελλάδα στις 23 Οκτωβρίου 1862 με αγγλικό πολεμικό πλοίο. Κατέφυγαν στο Μόναχο και αργότερα στη Βαμβέργη, αλλά ο Όθωνας δεν παραιτήθηκε επίσημα από τον θρόνο. Μετά από περίοδο μεσοβασιλείας, ο ελληνικός θρόνος δόθηκε από τις προστάτιδες δυνάμεις στον Δανό πρίγκιπα Γεώργιο, που αναγορεύτηκε Βασιλιάς των Ελλήνων ως Γεώργιος Α΄.

Σύνδεσμος στις Πλήρεις Διαφάνειες της Διάλεξης

Επανάσταση και Ήρωες, 1821-1831 Βίντεο Μουσείου Μπενάκη

Έλληνες και Κράτος, 1832-1880 Βίντεο Μουσείου Μπενάκη

Advertisement