Οι περιορισμοί που συνεπαγόταν ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος οδήγησαν την Ελλάδα σε οικονομική ύφεση αλλά και στο να σταθεροποίησει σταδιακά τα δημόσια οικονομικά της και να αποκαταστήσει τη νομισματική σταθερότητα. Η αποκατάσταση της νομισματικής σταθερότητας οδήγησε σε σταδιακή ανατίμηση της δραχμής, η οποία στα τέλη του 1909 εντάχθηκε στο διεθνή κανόνα χρυσού με ισοτιμία 1:1 σε σχέση με το γαλλικό φράγκο.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της σταθεροποίησης, η Ελλάδα μπόρεσε να εκσυγχρονίσει τόσο το πολίτευμα όσο και το στράτευμα, και να ανακτήσει την εθνική της αυτοπεποίθηση.
Η προοπτική της ένταξης στον κανόνα χρυσού βοήθησε τη χώρα στο να συνάψει νέα δάνεια, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για την ενίσχυση του στρατεύματος και τη χρηματοδότηση των Βαλκανικών πολέμων της περιόδου 1912-13. Μετά το κίνημα στο Γουδή και την πολιτική ανάδειξη του Ελευθερίου Βενιζέλου, ψηφίστηκε το Σύνταγμα του 1911 και μία σειρά από μεταρρυθμιστικοί νόμοι.
Με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 η Ελλάδα αύξησε τη γεωγραφική της επικράτεια και τον πληθυσμό της κατά 70%, ενσωματώνοντας τη Μακεδονία, την Ήπειρο, την Κρήτη και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης της Χίου, της Μυτιλήνης και της Σάμου. Ο πληθυσμός αυξήθηκε από 2,8 σε 4,8 εκατομμύρια κατοίκους. Η Μεγάλη Ιδέα έδειχνε να αποκτά σάρκα και οστά.
Ωστόσο, μετά τη δολοφονία του Βασιλέως Γεωργίου στη Θεσσαλονίκη το 1913 και το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, ακολούθησε ο εθνικός διχασμός, λόγω της διαφωνίας μεταξύ του νέου Βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου αναφορικά με τη συμμετοχή της Ελλάδος στον πόλεμο.
Μετά την επικράτηση του Βενιζέλου και την εξορία του Κωνσταντίνου, με τη βοήθεια των χωρών της Συννενόησης (κυρίως Αγγλίας και Γαλλίας), η Ελλάδα εισήλθε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο προς το τέλος του, το 1918 , συμβάλλοντας στην επικράτηση της Συννενόησης.
Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με την Ελλάδα στο πλευρό των νικητών, της παραχωρήθηκαν επιπλέον εδάφη στην Ανατολική Θράκη και στη Μικρά Ασία, γύρω από τη Σμύρνη. Ήταν ίσως η καλύτερη στιγμή για το ιδεολόγημα της Μεγάλης Ιδέας.
Ωστόσο, ακολούθησε η Μικρασιατική Εκστρατεία και κατόπιν η καταστροφή, η οποία οδήγησε όχι μόνο σε απώλεια αυτών των νέων εδαφών αλλά και σηματοδότησε το τέλος της Μεγάλης Ιδέας.
Η αρνητική έκβαση της μικρασιατικής εκστρατείας οδήγησε στην απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπινων ζωών και στην προσφυγοποίηση 1,5 εκατομμυρίου άλλων. Υπήρξε μία από τις χειρότερες στιγμές στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Ωστόσο, η ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε οδήγησε στην εθνική ενοποίηση με τη συμπερίληψη στο ελληνικό κράτος του μεγαλύτερου μέρους των ελληνικών πληθυσμών που κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή.
Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, Σταθεροποίηση και Ανάκαμψη, 1898-1911
Με την κήρυξη της πτώχευσης το 1893 ακολούθησαν διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές και επιβλήθηκε μερικός έλεγχος από αυτούς, ο οποίος ήταν όμως τυπικός, χωρίς δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης στα ελληνικά δημόσια οικονομικά.
Ωστόσο, η ήττα της Ελλάδας στον σύντομο Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, με τον ελληνικό στρατό ανίκανο να αντιπαραταχθεί στα οθωμανικά στρατεύματα, που είχαν καταλάβει τη Θεσσαλία και τμήμα της Στερεάς Ελλάδας, οδήγησε τη χώρα σε εξαιρετικά δυσχερή θέση,.
Η Συνθήκη Ειρήνης της 20ης Σεπτεμβρίου 1897 στην οποία εξαναγκάστηκε η Ελλάδα ως ηττημένη, προέβλεπε πολεμική αποζημίωση τεσσάρων εκατομμυρίων τουρκικών λιρών της οποίας την άμεση καταβολή απαιτούσε η Υψηλή Πύλη. Η Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη υποχρεώθηκε σε νέες διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές της Ελλάδας για επιπλέον δανεισμό.
Οι διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης οδήγησαν στην επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ) για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας που να εξασφαλίζει στους πιστωτές την αποπληρωμή και των παλαιότερων αλλά και των νέων δανείων τους.
Οι διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των πιστωτών (Αγγλίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Γερμανίας, Ρωσίας, Ιταλίας) ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1897 και κατέληξαν στη σύνταξη και ψήφιση του νόμου ΒΦΙΘ/23-2-1898 σύμφωνα με τον οποίο εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα η Επιτροπή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, αποτελούμενη από εκπροσώπους των πιστωτών.
Η συμφωνία Ελλάδος-ΔΟΕ του 1898 προέβλεπε:
- Χορήγηση δανείου πολεμικών επανορθώσεων και “οικονομικού δανείου”. Εκχωρήθηκε εγγυημένο δάνειο 151,3 εκατ. φράγκων, από τις Μεγάλες Δυνάμεις στην Ελλάδα, με επιτόκιο 2,5%. Η Ελλάδα, εκκινώντας από το 1903, έπρεπε να πληρώνει για μία περίοδο 30 ετών ένα σταθερό ποσό 9 εκ. χρυσών γαλλικών φράγκων ετησίως. Κάθε φορά που η δραχμή ανετιμάτο σε σχέση με το γαλλικό φράγκο, οι τόκοι και τα χρεολύσια θα αυξάνονταν κατά το 30% της ανατίμησης. Το δάνειο λήφθηκε προκειμένου να καταβληθούν στην Οθωμανική αυτοκρατορία οι αποζημιώσεις, που υποχρεώθηκε να καταβάλει η Ελλάδα στην Τουρκία συνολικού ύψους 93,9 εκατ. φράγκων, το υφιστάμενο κρατικό χρέος ύψους 31,4 εκατ. φράγκων, το έλλειμμα του ελληνικού δημοσίου για το έτος 1897 ύψους 22,5 εκατ. φράγκων και οι δαπάνες έκδοσης του δανείου (προμήθειες τραπεζών μεσιτικά, χαρτόσημα) ύψους 3,5 εκατ. φράγκων.
- Υποθήκευση φορολογικών εσόδων ώστε να εξασφαλισθεί η αποπληρωμή των δανείων. Στον ΔΟΕ αποδίδονταν τα έσοδα των μονοπωλίων αλατιού, πετρελαίου, σπίρτων, τραπουλόχαρτων, τσιγαροχάρτων και σμυρίδας Νάξου, ο φόρος καπνού, τα τέλη χαρτοσήμου και οι δασμοί του τελωνείου Πειραιά.
- Αναδιάρθρωση του χρέους.
- Αυστηρή απαγόρευση της έκδοσης νέου χρήματος ως μέσου κάλυψης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η Εθνική Τράπεζα είχε το δικαίωμα έκδοσης «ακάλυπτης» νομισματικής κυκλοφορίας μόνον για τις ανάγκες του εμπορίου, και μέχρι το ανώτατο όριο των 66 εκ. δραχμών.

Το έτος 1898 εκκινεί για την Ελλάδα μία περίοδος ύφεσης και έντονου αποπληθωρισμού. Η οικονομική ύφεση την οποία προκάλεσε η πολιτική του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου καθώς και η απογοήτευση η οποία προκλήθηκε σχετικά με τις προοπτικές της χώρας οδήγησαν στο πρώτο κύμα μετανάστευσης εκτός Ελλάδος. Υπολογίζεται ότι μεταξύ του 1890 και του 1914 εγκατέλειψαν τη χώρα περίπου 350.000 άρρενες, νεαρών κυρίως ηλικιών, κυρίως προς στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο αριθμός αυτός αποτελούσε το ένα έβδομο περίπου του πληθυσμού της χώρας. Η μετανάστευση αυτή ήταν μέρος ενός ευρύτερου κύματος μετανάστευσης από την Ευρώπη προς τη Βόρειο Αμερική, η οποία διασφάλιζε καλύτερες προοπτικές απασχόλησης και ένα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο.

(λογαριθμική κλίμακα)
Η παρουσία της Επιτροπής ανάγκασε τις ελληνικές κυβερνήσεις να αποδεχθούν τις αρχές της δημοσιονομικής και νομισματικής πειθαρχίας. Υπήρξαν σημαντικές περικοπές δαπανών και αυξήσεις των φόρων, κυρίως των εμμέσων. Ο μέσος ρυθμός αύξησης της νομισματικής κυκλοφορίας έγινε αρνητικός (-0,13%) και τα έσοδα από τη χρήση του εκδοτικού προνομίου ήταν πολύ κοντά στο μηδέν (0,07%). Η εμπιστοσύνη του κοινού στο νόμισμα σταδιακά αποκαταστάθηκε, κάτι που οδήγησε σε μεγάλη εισροή χρυσού, που σταδιακά ενισχύθηκε και από τα μεταναστευτικά εμβάσματα, των μεταστατών στις ΗΠΑ. Αποτέλεσμα της εισροής χρυσού ήταν η σημαντική και παρατεταμένη ανατίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής ως προς το γαλλικό φράγκο.

Το 1909 επετεύχθη και πάλι η ισοτιμία 1:1 μεταξύ δραχμής και γαλλικού φράγκου. Οι δημόσιες δαπάνες παρέμεναν σταθερές σε χαμηλά επίπεδα και επομένως, οι νομισματικές αρχές μπόρεσαν να εντάξουν τη δραχμή στη Λατινική Νομισματική Ένωση.
Με καθυστέρηση τουλάχιστον 30 χρόνων, και μετά από μεγάλες οικονομικές και εθνικές περιπέτειες, στις 19 Μαρτίου 1910, η χώρα εγκατέλειψε το σύστημα των ελεύθερα κυμαινόμενων ισοτιμιών και υιοθέτησε τον κανόνα χρυσού-συναλλάγματος.
Με την ένταξη στον κανόνα χρυσού το 1910 αποκαταστάθηκε η διεθνής αξιοπιστία της χώρας, και έτσι, τον Ιούνιο του 1911 η χώρα συνήψε ένα δάνειο 110 εκ. χρυσών γαλλικών φράγκων, με επιτόκιο 4% για 50 έτη. Το δάνειο αυτό διευκόλυνε τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό του στρατεύματος και τη χρηματοδότηση των τεράστιων αμυντικών δαπανών κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους των ετών 1912-13.
Λόγω της επιβολής του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, αλλά και των απόψεων για τη νομισματική πολιτική που επικρατούσαν την εποχή εκείνη, στα πλαίσια του καθεστώτος του διεθνούς κανόνα χρυσού, απετράπη ένας φαύλος κύκλος πληθωρισμού μετά το αρχικό πληθωριστικό επεισόδιο.
Η περίοδος του αποπληθωρισμού βοήθησε στην εξάλειψη των πληθωριστικών και υποτιμητικών προσδοκιών, που είχαν ήδη αρχίσει να δημιουργούνται. Έτσι, ενώ η χώρα δεν μετείχε στον κανόνα χρυσού, μετά το 1898, και για μία δεκαετία ακολούθησε μία πολιτική δημοσιονομικής και νομισματικής προσαρμογής που οδήγησε στην ανατίμηση της δραχμής έναντι των νομισμάτων που βασίζονταν στο χρυσό. Ωστόσο η αντιπληθωριστική αυτή πολιτική παρέτεινε την ύφεση.
Το να γίνει η εισδοχή της δραχμής στο σύστημα στην ισοτιμία 1:1 με το γαλλικό φράγκο ήταν κάθε άλλο παρά αναγκαίο. Αν οι νομισματικές αρχές επιθυμούσαν την ταύτιση της δραχμής με το γαλλικό φράγκο, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είχε γίνει με μία νέα νομισματική μεταρρύθμιση, ανάλογη αυτής του 1882.
Χωρίς την επιδίωξη της αποκατάστασης της ισοτιμίας 1:1 ως προς το γαλλικό φράγκο, η συμμετοχή της δραχμής στον κανόνα χρυσού-συναλλάγματος θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί πολύ νωρίτερα από το 1910, και με πολύ μικρότερο κόστος σε όρους συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας.
Εκσυγχρονισμός του Στρατού, Κίνημα στο Γουδή και Πολιτικές Μεταρρυθμίσεις
Η ήττα του 1897 και η εγκαθίδρυση του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου οδήγησε σε μια νέα περίοδο πολιτικής εσωστρέφειας και αστάθειας. Επιπλέον κατέστη σαφές μετά το 1897 ότι χρειάζεται ριζική αναδιοργάνωση και εκσυγχρονισμός του στρατού.
Η μακροβιότερη κυβέρνηση της περιόδου εκείνης ήταν η κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη (1905-1909). Κύριο μέλημα της κυβέρνησης Θεοτόκη, υπήρξε η προσπάθεια ανασυγκρότησης του ελληνικού στρατού. Αναλαμβάνοντας προσωπικά ο πρωθυπουργός, το υπουργείο των Στρατιωτικών, φρόντισε με μια σειρά νομοσχεδίων που πέρασε από την Βουλή, να αγοραστούν όπλα και πυρομαχικά, στολές, άλογα, εργαλεία, ιματισμός, και οτιδήποτε άλλο χρειαζόταν προκειμένου να δημιουργηθεί ένας σύγχρονος στρατός 60.000 αντρών.
Εκτός από την αναδιοργάνωση του στρατού και του ναυτικού, στα επιτεύγματα των κυβερνήσεων του περιλαμβάνεται η ενίσχυση του Μακεδονικού Αγώνα, ο οποίος ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε επί κυβερνήσεων Θεοτόκη, καθώς και η ψύχραιμη εξωτερική πολιτική που εφάρμοσε λίγο πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Ο Θεοτόκης παραιτήθηκε από πρωθυπουργός το καλοκαίρι του 1909, όταν πληροφορήθηκε τα σχέδια για πραξικόπημα εκ μέρους του Στρατιωτικού Συνδέσμου, μιας ομάδας υπαξιωματικών και κατωτέρων αξιωματικών. Πρωθυπουργός ανέλαβε ο Δημήτριος Ράλλης, ο οποίος εστράφη κατά του Συνδέσμου, με ένα κύμα μεταθέσεων και την παραπομπή 12 αξιωματικών σε ανακριτικό συμβούλιο προς απόταξη.
Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, μια μυστική οργάνωση υπαξιωματικών και κατώτερων αξιωματικών, τελικά πραγματοποίησε το κίνημα στο Γουδή, τον Αύγουστο του 1909, απαιτώντας μεταρρυθμίσεις στο στράτευμα, με την απομάκρυνση του διαδόχου Κωνσταντίνου και των πριγκήπων. Επιπλέον ζητούσε μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη και στην παιδεία, αλλά και περιορισμό του ρόλου των παλαιών πολιτικών κομμάτων.
Τους όρους του Συνδέσμου αποδέχθηκε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, που σχημάτισε κυβέρνηση μετά την παραίτηση Ράλλη, οπότε και ο επικεφαλής του Κινήματος, συνταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπάς, έδωσε διαταγή στις επαναστατημένες μονάδες να γυρίσουν στις θέσεις τους, χωρίς έτσι να εγκαθιδρυθεί δικτατορία, σύμφωνα με τις παροτρύνσεις μεγάλης μάζας του λαού και του φοιτητικού κόσμου που αγκάλιασαν το κίνημα.
Μετά την άρνηση του Δημητρίου Γούναρη και του Νικολάου Ζορμπά να αναλάβουν πρωθυπουργοί, οι κινηματίες απευθύνθηκαν στον Ελευθέριο Βενιζέλο, τότε Πρωθυπουργό της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας. Ο Βενιζέλος αρνήθηκε μεν την Πρωθυπουργία αλλά ανέλαβε πολιτικός σύμβουλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Ερχόμενος στην Ελλάδα συνέστησε τη στήριξη υπηρεσιακής κυβέρνησης και εκλογές για τη σύγκληση αναθεωρητικής Βουλής, όρους που αποδέχθηκαν οι κινηματίες.
Με την προκήρυξη νέων εκλογών, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, έχοντας επιτύχει το στόχο του, διαλύθηκε στις 15 Μαρτίου του 1910. Στις διαδοχικές εκλογές του 1910 επικράτησε τελικά το Κόμμα των Φιλελευθέρων, με επικεφαλής τον ιδρυτή του Ελευθέριο Βενιζέλο ο οποίος και ανέλαβε την πρωθυπουργία.
Το κίνημα στο Γουδή εγκαινίασε μία περίοδο παρεμβάσεων του στρατού στα πολιτικά δρώμενα. Η σημασία του όμως έγκειται κυρίως στο ότι άνοιξε το δρόμο για την περίοδο της πολιτικής κυριαρχίας του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Μετά μία σύντομη περίοδο πολιτικής αστάθειας που δημιουργήθηκε μετά τις εκλογές του Αυγούστου του 1910, το κόμμα των Φιλελευθέρων, το οποίο ίδρυσε ο Βενιζέλος, επικράτησε στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1910, στις οποίες όμως δεν μετείχαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη συνταγματικότητα της προκήρυξης των νέων εκλογών. Ο Βενιζέλος ανέλαβε πρωθυπουργός ενώ ψηφίσθηκε νέο σύνταγμα το οποίο τέθηκε σε ισχύ στα μέσα του 1911.
Το Σύνταγμα του 1911 περιελάμβανε σημαντικές μεταρρυθμίσεις όπως η ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών και του κράτους δικαίου, και ο γενικότερος εκσυγχρονισμός των θεσμών με την ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου και των συναλλαγών. Μαζί με το νέο σύνταγμα ψηφίστηκε και μία σειρά σημαντικών νόμων που καθιέρωσαν μέτρα προστασίας των εργαζομένων, όπως τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας στα εργοστάσια, τον αναδασμό της γης στη Θεσσαλία, καθώς και βελτιώσεις στην απονομή δικαιοσύνης και τη λειτουργία του φορολογικού συστήματος.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές σηματοδοτούν μια στροφή στην οικονομική φιλοσοφία των ελληνικών κυβερνήσεων, από τον φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα σε μεγαλύτερο κρατικό παρεμβατισμό, και αντανακλούσαν και την νέα κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα που άρχισε να διαμορφώνεται τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως μετά την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1890.
Επιπλέον, η κυβέρνηση Βενιζέλου ζήτησε τη συνδρομή της Γαλλίας και της Αγγλίας στην εκπαίδευση των αξιωματικών και των οπλιτών του ελληνικού στρατού, αύξησε περαιτέρω το μέγεθος του στρατού, έκανε σημαντικές επιπλέον παραγγελίες τουφεκιών και πολεμικού υλικού και συνέχισε τον εκσυγχρονισμό του Βασιλικού Ναυτικού. Οι προετοιμασίες αυτές, που σε μεγάλο βαθμό αποτελούσαν συνέχιση της πολιτικής των κυβερνήσεων Θεοτόκη στην περίοδο 1905-1909, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επιτυχή έκβαση των Βαλκανικών πολέμων της περιόδους 1912-13.
Ο θρίαμβος των Βαλκανικών Πολέμων, 1912-1913
Η Ελλάδα, η Βουλγαρία, το Μαυροβούνιο και η Σερβία είχαν αποκτήσει την ανεξαρτησία τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά μεγάλα τμήματα των εθνικών τους πληθυσμών παρέμεναν υπό οθωμανική κυριαρχία. Το 1912 οι χώρες αυτές συνέπηξαν τον Βαλκανικό Συνασπισμό εναντίον της παρακμάζουσας αυτοκρατορίας, με στόχο την εκδίωξη των Οθωμανών από τη Βαλκανική.
Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος ξεκίνησε όταν τα κράτη-μέλη του Συνασπισμού επιτέθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 8 Οκτωβρίου 1912 και έληξε οκτώ μήνες αργότερα με την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου στις 30 Μαΐου 1913.
Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο ο ελληνικός στρατός, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο, κατάφερε να καταλάβει την Ήπειρο και μέρος της Μακεδονίας, συμπεριλαμβανομένης της Θεσσαλονίκης. Ο ελληνικός στόλος στο Αιγαίο καταναυμάχησε τον τουρκικό στις ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου και κατέλαβε τα περισσότερα νησιά, εμποδίζοντας επίσης τα τουρκικά στρατεύματα να περάσουν το Αιγαίο και να ενισχύσουν το μέτωπο στη Μακεδονία και τη Θράκη.

15 Νοεμβρίου (29 Οκτωβρίου με το παλιό ημερολόγιο) 1912
Ωστόσο, στις 18 Μαρτίου του 1913 ο βασιλεύς Γεώργιος δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη και τον διαδέχθηκε στον θρόνο ο ως τότε διάδοχος Κωνσταντίνος.
Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος ξεκίνησε στις 16 Ιουνίου 1913. Τόσο η Σερβία όσο και η Ελλάδα, με το επιχείρημα ότι ο πόλεμος είχε παραταθεί, απέρριψαν σημαντικά στοιχεία της προπολεμικής μεταξύ τους συνθήκης και διατήρησαν υπό την κατοχή τους όλες τις περιοχές που είχαν καταλάβει, ανεξάρτητα από το τι προέβλεπε η μεταξύ τους συνθήκη. Η Βουλγαρία, δυσαρεστημένη από τη διανομή των εδαφικών κερδών στη Μακεδονία, η οποία έγινε μυστικά από τους πρώην συμμάχους της Σερβία και Ελλάδα, ξεκίνησε στρατιωτική δράση εναντίον τους. Οι στρατοί της Σερβίας και της Ελλάδας, λειτουργώντας συντονισμένα, απέκρουσαν τη βουλγαρική επίθεση και αντεπιτέθηκαν στη Βουλγαρία από τα δυτικά και τα νότια. Ταυτόχρονα, η Ρουμανία εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και εισέβαλε στη Βουλγαρία από τον βορρά, παραβιάζοντας μια ειρηνευτική συνθήκη μεταξύ των δύο κρατών. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία επίσης αντεπιτέθηκε στη Βουλγαρία και προέλασε στην Ανατολική Θράκη, ανακαταλαμβάνοντας την Αδριανούπολη.
Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου που ακολούθησε, η ηττημένη Βουλγαρία έχασε τα περισσότερα από τα εδάφη που είχε κερδίσει κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, ενώ αναγκάστηκε ακόμη να παραχωρήσει στη Ρουμανία το πρώην οθωμανικό νότιο τρίτο της επαρχίας της Δοβρουτσάς. Τα σύνορα της Ελλάδας έφτασαν μέχρι τον ποταμό Νέστο, ενώ ενσωματώθηκε επιτέλους στην Ελλάδα και η Κρήτη.
Με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 η Ελλάδα αύξησε τη γεωγραφική της επικράτεια και τον πληθυσμό της κατά 70%, ενσωματώνοντας τη Μακεδονία, την Ήπειρο (περιλαμβανομένης της Βορείου Ηπείρου), την Κρήτη και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένης της Χίου, της Μυτιλήνης και της Σάμου. Ο πληθυσμός αυξήθηκε από 2,8 σε 4,8 εκατομμύρια κατοίκους.
Εδαφικές, Πληθυσμιακές και Κοινωνικές Συνέπειες των Βαλκανικών Πολέμων
Οι εδαφικές και πληθυσμιακές συνέπειες των Βαλκανικών Πολέμων ήταν καταλυτικές για την Ελλάδα. Το ελληνικό κράτος αυξήθηκε κατά 70% τόσο σε έκταση όσο και σε πληθυσμό, με αποτέλεσμα να υλοποιηθεί ένα μεγάλο μέρος της Μεγάλης Ιδέας και να δημιουργηθούν καλύτερες προϋποθέσεις για κοινωνική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη.
Ταυτόχρονα άλλαξε ριζικά και η δομή του πληθυσμού τόσο για το νέο ελληνικό κράτος όσο και για το κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που αποσπάστηκε από αυτήν. Στη θέση ενός ενιαίου οικονομικού χώρου που υπήρχε στα Βαλκάνια, ξαφνικά μπήκαν σύνορα, τα οποία επηρέασαν αρνητικά τόσο το εμπόριο όσο και τους νομάδες κτηνοτρόφους οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι να μετακινούνται χωρίς εμπόδια στον ενιαίο βαλκανικό χώρο.
Οι Έλληνες έμποροι, η αστική τάξη της εποχής, επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από την κατάργηση του ενιαίου οικονομικού χώρου στα Βαλκάνια. Μια λύση στο οικονομικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε για αυτούς ήταν η στροφή τους προς τη δημόσια διοίκηση. Πολλοί Έλληνες αστοί άρχισαν να μετατρέπονται, από έμποροι, σε δημοσίους υπαλλήλους και να απασχολούνται στον διοικητικό μηχανισμό του νέου ελληνικού κράτους στη θέση των Οθωμανών.
Ταυτόχρονα υπήρξαν μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Υπολογίζονται σε περισσότεροι από 400.000 οι Τούρκοι που μετακινήθηκαν από τα εδάφη τα οποία προσαρτήθηκαν από τις βαλκανικές χώρες προς την ασιατική Τουρκία. Γενικά, κυρίως μετά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, οι Τούρκοι κάτοικοι των εδαφών της τέως Ευρωπαϊκής Τουρκίας αισθάνονταν απειλούμενοι από τον αλυτρωτισμό των υπόλοιπων εθνοτήτων και σε πολλές περιπτώσεις (κυρίως οι φτωχότεροι) ακολούθησαν τα τουρκικά στρατεύματα πίσω στην ασιατική Τουρκία.
Η Ελλάδα δέχθηκε και αυτή σημαντικά κύματα προσφύγων λόγω των διωγμών που υπέστησαν οι Έλληνες στη Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Το οθωμανικό κράτος, ψάχνοντας υπεύθυνους για την ήττα, ξέσπασε σε διωγμούς εναντίον των Ελλήνων. Υπολογίζονται σε περισσότερους από 100.000 οι πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Ελλάδα από την Ανατολική Θράκη και αντίστοιχος αριθμός από τη Μικρά Ασία, μετά τις βιαιότητες που ξέσπασαν εναντίον των Ελλήνων.
Από κοινωνική άποψη, με την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης αλλά και της Μακεδονίας γενικότερα, το ελληνικό κράτος, από μονοεθνικό, έγινε ξαφνικά πολυεθνικό. Μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923, προστέθηκε στο ελληνικό πληθυσμό μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων, Εβραίων και σε πολύ μικρότερο βαθμό Σλάβων. Επιπλέον, λόγω της ενσωμάτωσης των νέων εδαφών, η κοινωνική δομή άρχισε σταδιακά να αλλάζει, με αύξηση της αναλογίας αστών και εργατών σε σχέση με τους αγρότες.
Το ελληνικό κράτος κληρονόμησε επιπλέον ένα μεγάλο αστικό κέντρο, τη Θεσσαλονίκη, η οποία ήταν εκείνη την εποχή η πιο αναπτυγμένη ίσως πόλη του ελληνικού κράτους, με σημαντικό και οργανωμένο εργατικό δυναμικό. Η Ομοσπονδία (Federatión), η οποία είχε σαν βάση της το εβραϊκό εργατικό στοιχείο, αλλά και Έλληνες, Τούρκους ή Σλάβους σε μικρότερα ποσοστά, ήταν η πιο σημαντική εργατική οργάνωση του ελληνικού κράτους και έδωσε τον μεγαλύτερο όγκο μελών στο σοσιαλιστικό εργατικό κόμμα, το οποίο υπήρξε πρόδρομος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΚΕ).
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κάτοικοι της Μακεδονίας είχαν προσαρμοστεί στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τους κατοίκους των υπόλοιπων περιοχών του ελληνικού κράτους. Υπήρχαν αστικά κέντρα αμιγώς ελληνικά αλλά και βλάχικα, όπως η Κλεισούρα, όπου σε αντίθεση με τις επαρχίες του ως τότε ελληνικού κράτους, είχαν υιοθετήσει πολλά στοιχεία του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής. Αυτό, για παράδειγμα, είχε αντανάκλαση ακόμη και στα ρούχα που φορούσαν.
Εθνικός Διχασμός, Μικρασιατική Καταστροφή και τέλος Μεγάλης Ιδέας, 1915-1922
Ο Εθνικός Διχασμός ξεκίνησε το 1915 από τις διαμάχες μεταξύ Στέμματος και πρωθυπουργού αναφορικά με τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918). Τελικά, οι διαμάχες αυτές διαίρεσαν πολιτικά τη χώρα σε δύο αντίπαλες παρατάξεις που αντικατόπτριζαν τους αντιμαχόμενους συνασπισμούς του πολέμου. Τη διαίρεσαν επίσης γεωγραφικά, τον Αύγουστο του 1916 με τη δημιουργία κυβέρνησης κινηματιών από το βενιζελικό Κίνημα Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη, που περιλάμβανε τη βόρεια Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη. Η Ελλάδα τελικά υποχρεώθηκε να ταχθεί στο πλευρό της «Συνεννόησης» (Entente) της Βρετανίας, Γαλλίας και άλλων χωρών το 1917, σε κατάσταση μειωμένης εθνικής κυριαρχίας (αρμοστεία), με την ενότητα του έθνους και, για πρώτη φορά, και του στρατού διασπασμένη για τα επόμενα 20 χρόνια.
Η αρχική διαφωνία μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ και του πρωθυπουργού Βενιζέλου αφορούσε τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο. Υπέφωσκαν όμως η αμοιβαία δυσπιστία καθώς και οι διαφορετικές ερμηνείες των συνταγματικών προνομίων του βασιλιά. Ο Βενιζέλος επεδίωκε να ενταχθεί η Ελλάδα στον πόλεμο άνευ όρων στο πλευρό των συμμάχων της Συνεννόησης. Ο Κωνσταντίνος όμως ευνοούσε την ουδετερότητα της Ελλάδας και αξίωνε την έξοδο της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό της Συνεννόησης υπό όρους και περαιτέρω εδαφικά ανταλλάγματα. Η στάση του αυτή ερμηνεύτηκε τόσο από τους βενιζελικούς όσο και από τους Αγγλογάλλους ως φιλογερμανική, λόγω και των οικογενειακών δεσμών του βασιλιά με τον Γερμανό κάιζερ Γουλιέλμο Β΄, την αδελφή του οποίου είχε νυμφευθεί.

Τον Φεβρουάριο του 1915, ο Βενιζέλος παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία, ύστερα από την άρνηση του Κωνσταντίνου να αποσταλούν στρατεύματα στη συμμαχική εκστρατεία της Καλλίπολης, με αντάλλαγμα την παραχώρηση της περιοχής της Σμύρνης. Ωστόσο, στις εκλογές του Μαΐου του 1915, στις οποίες έδωσε δημοψηφισματικό χαρακτήρα, ο Βενιζέλος επανεξελέγη πρωθυπουργός με διακύβευμα των εκλογών τη συμπαράταξη της χώρας με την πλευρά της Συνεννόησης. Ακολούθησε νέα παραίτησή του τον Σεπτέμβριο του 1915, μετά την άρνηση του βασιλιά να υπογράψει την, ψηφισμένη από τη Βουλή, επιστράτευση προς βοήθεια της Σερβίας, στο πλαίσιο της συμμαχίας μεταξύ των δύο χωρών. Στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1915 ο Βενιζέλος απέσχε, καταγγέλλοντάς την σε τόσο μικρό διάστημα, και για το ίδιο ζήτημα, διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη νέων εκλογών ως αντισυνταγματική. Τις εκλογές κέρδισε το νεοπαγές Κόμμα Εθνικοφρόνων, αλλά ουσιαστικά η Βουλή έπεσε σε αδράνεια για τα επόμενα δυόμισι χρόνια, μέχρι και την τυπική λήξη της πρώτης φάσης του Εθνικού Διχασμού.
Τον Οκτώβριο του 1915 εκδηλώθηκε στρατιωτική εισβολή της συμμαχικής Στρατιάς της Ανατολής στη Θεσσαλονίκη για τη δημιουργία του Μακεδονικού Μετώπου υπέρ των εγκλωβισμένων Σέρβων. Αυτό χρεώθηκε στον Βενιζέλο ως «προδοσία» από την βασιλική κυβέρνηση. Τον Ιούνιο του 1916 οι δυνάμεις της Συνεννόησης απαίτησαν τον αφοπλισμό του Στρατού της Νότιας και Δυτικής Ελλάδας. Μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου του 1916 οι Βούλγαροι, ως σύμμαχοι των Γερμανών, κατέλαβαν την περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και έτσι ξεκίνησε η βουλγαρική κατοχή ελληνικών εδαφών (1916-1918).
Τον Αύγουστο του 1916, βενιζελικοί αξιωματικοί προχώρησαν στο Κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη και στη συγκρότηση επαναστατικής κυβέρνησης υπό τον Βενιζέλο, διχάζοντας έτσι και διοικητικά την Ελλάδα. Τον Νοέμβριο του 1916 ξεκίνησαν τα Νοεμβριανά, με δεκάδες νεκρούς εκατέρωθεν μετά την επίθεση του ναυτικού της Συνεννόησης στην Αθήνα, του επακόλουθου κύματος τρομοκρατίας προς τους εναπομείναντες βενιζελικούς και τον δημόσιο αφορισμό του Βενιζέλου.
Μετά από πολύμηνο και σκληρό ναυτικό αποκλεισμό της νότιας Ελλάδας από το γαλλοβρετανικό ναυτικό, ο Εθνικός Διχασμός έληξε προσωρινά τον Ιούνιο του 1917. Οι Αγγλογάλλοι υποχρέωσαν τον Κωνσταντίνο σε εξορία και στον θρόνο ανέβηκε ο δευτερότοκος υιός του Κωνσταντίνου, Αλέξανδρος. Με βασιλικό διάταγμα, ακυρώθηκαν τα αποτελέσματα των εκλογών του Δεκεμβρίου 1915 και η σύνθεση της Βουλής καθορίστηκε με βάση τα αποτελέσματα των εκλογών του Μαΐου του 1915 (Βουλή των «Λαζάρων»). Πρωθυπουργός ανέλαβε και πάλι ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η Βουλή αυτή παρέμεινε σε λειτουργία για τρία χρόνια, μέχρι το 1920, χωρίς να γίνουν νέες εκλογές.

Η επίσημη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από το 1917 συνέβαλε στην τελική νίκη της Συνεννόησης και είχε ως αποτέλεσμα και τη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας το 1918.
Στο τέλος του πολέμου η Ελλάδα ήταν για μία ακόμη φορά στο πλευρό των νικητών. Η Συνθήκη των Σεβρών (1920) παραχωρούσε στην Ελλάδα τη Δυτική και Ανατολική Θράκη, τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο και επικύρωνε την κυριαρχία της στα άλλα νησιά του Αιγαίου, τα οποία ήδη κατείχε από το 1913, πλην της Δωδεκανήσου που παρέμεινε υπό ιταλική κυριαρχία. Ωστόσο, η Βόρειος Ήπειρος ενσωματώθηκε στην Αλβανία. Επιπλέον, η συνθήκη παραχωρούσε τη διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης στο ελληνικό κράτος. Οι κάτοικοι της περιοχής θα ψήφιζαν μετά από πέντε έτη προκειμένου να δηλώσουν αν προτιμούν την Ένωση με την Ελλάδα ή την παραμονή τους στην Τουρκία.
Στην Ελλάδα, ωστόσο, παρά τις εξελίξεις αυτές, οι οποίες μετέτρεπαν τη χώρα σε μια περιφερειακή βαλκανική δύναμη που εκτεινόταν γεωγραφικά σε «δύο ηπείρους και πέντε θάλασσες», ο Διχασμός αναβίωσε. Χαρακτηριστικά γεγονότα ήταν η δολοφονική απόπειρα κατά του πρωθυπουργού Βενιζέλου στον σιδηροδρομικό σταθμό της Λιόν του Παρισιού από δύο απότακτους βασιλόφρονες αξιωματικούς και η δολοφονία του επιφανούς στελέχους της αντιβενιζελικής παράταξης αγωνιστή, λογίου και πολιτικού Ίωνα Δραγούμη.
Παράλληλα, η συνασπισμένη αντιπολίτευση δήλωνε ότι θα φρόντιζε να εξασφαλίσει την επιστροφή των ταλαιπωρημένων στρατιωτών που βρίσκονταν στα όπλα συνεχώς από το 1912. Ο ξαφνικός θάνατος από δάγκωμα πιθήκου του νεαρού βασιλιά Αλέξανδρου Α΄, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον έκπτωτο πατέρα του Κωνσταντίνο Α΄ και είχε αρμονική συνεργασία με τον Βενιζέλο, επέτεινε την πολιτική αστάθεια.
Τον Οκτώβριο του 1920, ο ελληνικός στρατός προχώρησε στην κεντρική Μικρά Ασία, με τη διστακτική στήριξη των Δυτικών, οι οποίοι ήθελαν να επιβάλουν στην εθνικιστική τουρκική κυβέρνηση τη Συνθήκη των Σεβρών. Ωστόσο, είχαν αρχίσει παράλληλα να προχωρούν σε κρυφές διαπραγματεύσεις με τους Νεότουρκους.
Ο Βενιζέλος, ύστερα από συνεχή αιτήματα της αντιπολίτευσης αναγκάστηκε να προσφύγει σε εκλογές, όπου, χάρη και στο εκλογικό σύστημα που εφαρμόστηκε, η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» θριάμβευσε με επικεφαλής τον Δημήτριο Γούναρη. Απογοητευμένος από την έκβαση των γεγονότων, ο Βενιζέλος αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι. Οι πολεμικές επιχειρήσεις που είχαν ξεκινήσει από τον Ελευθέριο Βενιζέλο συνεχίστηκαν και από τον νέο πρωθυπουργό.
Η Γαλλία και η Ιταλία βρήκαν στις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις το πρόσχημα που αναζητούσαν για να απαγκιστρωθούν από τη Μικρά Ασία, στην οποία κατείχαν μεν σημαντικά εδάφη αλλά ήδη είχαν έλθει σε μυστικές συνεννοήσεις για την αποχώρησή τους με ανταλλάγματα. Απείλησαν την Ελλάδα ότι ενδεχόμενη παλινόρθωση του Κωνσταντίνου θα οδηγούσε σε ρήξη των σχέσεων, κάτι που όμως η νέα ελληνική κυβέρνηση αγνόησε. Τον Νοέμβριο του 1920 ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στον θρόνο ύστερα από δημοψήφισμα. Αγγλία και Γαλλία παρέδωσαν στη νέα κυβέρνηση διακοινώσεις με τις οποίες δεν αναγνώριζαν τον Κωνσταντίνο ως αρχηγό του κράτους και πάγωσαν όλα τα δάνεια που είχαν δρομολογηθεί προς την Ελλάδα. Η επιστροφή του Κωνσταντίνου έδωσε την αφορμή που επιζητούσαν για την απόσυρση της στήριξής τους προς την Ελλάδα. Μόνο η Αγγλία συνέχισε πλέον, αν και μόνο σε διπλωματικό επίπεδο, να υποστηρίζει την Ελλάδα στον ελληνο-τουρκικό πόλεμο.
Στην Τουρκία, ο Κεμάλ Ατατούρκ συνέχιζε τον αγώνα του κατά του σουλτάνου, ο οποίος ήταν πρόθυμος να δεχθεί τη Συνθήκη των Σεβρών, διατηρώντας τα προνόμιά του, αλλά και την ξενική τριπλή κατοχή. Η κυβέρνηση Γούναρη, κρίνοντας πως η προεκλογική της υπόσχεση να αποσύρει τα στρατεύματα εν μέσω πολέμου θα ήταν εκ των πραγμάτων αυτοκτονική, αποφάσισε, με την παρότρυνση και των Βρετανών οι οποίοι εξυπηρετούσαν βεβαίως τα δικά τους συμφέροντα, να συνεχίσει την πολιτική του Βενιζέλου και να κλιμακώσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ώστε να βάλει γρήγορα τέλος στην τουρκική αντίσταση. Σύμφωνα και με δηλώσεις του ίδιου του Γούναρη, την ελληνική ηγεσία απασχολούσε έντονα η τύχη των ελληνικής καταγωγής πληθυσμών, σε περίπτωση που αποφασιζόταν η διακοπή της εκστρατείας, λόγω του μεγάλου φανατισμού των Κεμαλικών, οι οποίοι όπως είχαν δείξει σε πολλές περιπτώσεις δεν χαρίζονταν στους αμάχους. Ο Γούναρης έκανε στρατηγούς του ελληνικού στρατού μοναρχιστές, με τον βασιλιά Κωνσταντίνο να έχει τον πλήρη έλεγχο των στρατευμάτων στη Σμύρνη. Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν μία αποστολή: να νικήσουν τον στρατό του Ατατούρκ και να τον αναγκάσουν σε διαπραγματεύσεις.
Η εκστρατεία κλιμακώθηκε κατά το 1921, αλλά μετά την αποτυχία κατάληψης της Άγκυρας ο στρατός καθηλώθηκε στις όχθες του Σαγγάριου ποταμού. Έναν χρόνο αργότερα εκδηλώθηκε μεγάλη τουρκική αντεπίθεση (Αύγουστος 1922).
Η μεγάλη ανάπτυξη των ελληνικών γραμμών, που εκτείνονταν σε μια τεράστια απόσταση χωρίς να υπάρχει η απαραίτητη αλληλοκάλυψη των τμημάτων, η εξάντληση των στρατιωτών από την πολύμηνη παραμονή τους σε κατάσταση εκστρατείας μέσα σε ένα απόλυτα εχθρικό περιβάλλον μακριά από τα φιλικά παράλια, η ενδυνάμωση του αντιπάλου καθώς και οι αλλαγές στην ηγεσία της εκστρατείας οδήγησαν τελικά στη διάρρηξη του μετώπου και τη οπισθοχώρηση. Μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες, ο ελληνικός στρατός είχε μόνο τη Σμύρνη υπό τον έλεγχό του.
Στις 8 Σεπτεμβρίου οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν στη Σμύρνη ως «απελευθερωτές» και στις 13 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε η καταστροφή. Οι νικητές προέβησαν σε εκτεταμένες βιαιοπραγίες και ωμότητες εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού όλης της Μικράς Ασίας. Οι ελληνικές και αρμενικές συνοικίες της Σμύρνης παραδόθηκαν στις φλόγες, ενώ οι κάτοικοί τους αναζητούσαν απεγνωσμένα τρόπο διαφυγής προς το Αιγαίο, κάτω από τα αδιάφορα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, βλέμματα των πληρωμάτων των συμμαχικών πλοίων που ήταν αγκυροβολημένα έξω από το λιμάνι της Σμύρνης και τα οποία τηρούσαν στάση αυστηρής ουδετερότητας, όπως είχαν διαταχθεί, μπροστά στη σφαγή.
Οικονομικές, Δημοσιονομικές και Νομισματικές Συνέπειες των Πολέμων, 1912-1922
Όπως ήδη αναφέραμε, η δραχμή εντάχθηκε στον διεθνή κανόνα χρυσού το 1910. Τέσσερα χρόνια μετά την ένταξή της, το σύστημα κατέρρευσε λόγω της κήρυξης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, οι ελληνικές νομισματικές αρχές διατήρησαν την επίφαση της συμμετοχής της δραχμής στο σύστημα, μέσω της προσπάθειας σύνδεσής της με ισχυρά νομίσματα τα οποία παρέμεναν στον κανόνα χρυσού, όπως το δολάριο των ΗΠΑ. Η προσπάθεια αυτή φάνηκε να επιτυγχάνει για ένα μεγάλο διάστημα λόγω των de facto περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και των υψηλών συναλλαγματικών εισροών.
Η νομισματική κυκλοφορία, όμως, έστω και με την «κάλυψη» των συναλλαγματικών εισροών, παρουσίασε υπερβολική αύξηση μετά το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων. Η δημοσιονομική επέκταση που προκάλεσαν οι πολεμικές κινητοποιήσεις είχε και πάλι αρχίσει να αποσταθεροποιεί το νομισματικό σύστημα. Ωστόσο η προϊούσα νομισματική αποσταθεροποίηση δεν είχε άμεση αντανάκλαση στον πληθωρισμό, λόγω της συμμετοχής της δραχμής στον κανόνα χρυσού, σε σταθερή ισοτιμία απέναντι στο γαλλικό φράγκο και τα άλλα ισχυρά νομίσματα.
Μετά την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες επέβαλαν συναλλαγματικούς περιορισμούς, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν εκροές χρυσού και συναλλάγματος και πιέσεις στις συναλλαγματικές ισοτιμίες της δραχμής.
Τον Ιούνιο του 1917, η Ελλάδα εισήλθε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και επέβαλε και αυτή συναλλαγματικούς περιορισμούς. Η παρατεταμένη επιστράτευση και το υψηλό κόστος των στρατιωτικών επιχειρήσεων στο μακεδονικό μέτωπο συνεπάγονταν νέα μεγάλα βάρη για τον κρατικό προϋπολογισμό.
Η εξέλιξη των αμυντικών δαπανών αναπαρίσταται στο διάγραμμα που ακολουθεί. Ενώ οι αμυντικές δαπάνες είχαν μειωθεί μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, με την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εκτοξεύθηκαν από το 5,4% στο 26,1% του ΑΕΠ. Η κυβέρνηση Βενιζέλου χρηματοδότησε τις υψηλές στρατιωτικές δαπάνες με προσφυγή σε εσωτερικό και εξωτερικό δανεισμό. Με τον νόμο της 5ης Απριλίου 1918, δόθηκε το δικαίωμα της έκδοσης βραχυπρόθεσμων εντόκων γραμματίων ύψους 200 εκ. δραχμών (Γραμμάτια Εθνικής Αμύνης). Η Εθνική Τράπεζα ήταν υποχρεωμένη να ανταλλάσσει τα έντοκα γραμμάτια με τραπεζογραμμάτια. Η κυβέρνηση συνήψε, επίσης, μακροπρόθεσμα εσωτερικά δάνεια. Τα δάνεια, όμως, δεν απέδωσαν ικανά έσοδα για την αντιμετώπιση των ολοένα αυξανόμενων πολεμικών αναγκών.

Επιπλέον, η περαιτέρω άντληση εσόδων μέσω της συμβατικής φορολογίας δεν ήταν δυνατή. Η έμμεση φορολογία βρισκόταν ήδη σε πολύ υψηλά επίπεδα και η άμεση φορολογία ήταν αναποτελεσματική. Για την περίοδο 1915-1919, μόλις το 21% των συνολικών εσόδων προερχόταν από την άμεση φορολογία, ενώ οι έμμεσοι φόροι κατανάλωσης απέφεραν σχεδόν το διπλάσιο (38% των εσόδων).
Η προσφυγή, επομένως, σε εξωτερικό δανεισμό ήταν αναπόφευκτη. Τα εξωτερικά δάνεια πήραν τη μορφή χρηματικών πιστώσεων με την εγγύηση των συμμαχικών χωρών (ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία). Στις 28 Φεβρουαρίου 1918, οι χώρες της «Συνεννόησης» συμφώνησαν να προσφέρουν στην Ελλάδα δάνεια συνολικού ποσού 750 εκ. γαλλικών φράγκων. Στις 6 Μαΐου 1919, η Γαλλία και η Βρετανία υποσχέθηκαν να προσφέρουν άλλα 100 εκ. γαλλικά φράγκα. Επιπλέον, η Εθνική Τράπεζα υποχρεώθηκε να εκδώσει νέα τραπεζογραμμάτια ύψους 250 εκ. δραχμών για την οικονομική υποστήριξη των συμμαχικών στρατευμάτων στη Μακεδονία, ενώ η Γαλλία και η Βρετανία συμφώνησαν να προσφέρουν στην Ελλάδα δάνειο 250 εκ. δραχμών, δύο έτη όμως μετά τη λήξη του πολέμου. Συμφωνήθηκε, επίσης, ότι τα δάνεια συνολικού ύψους 850 εκ. φράγκων δεν θα δίνονταν αμέσως, αλλά μόνο μετά την πάροδο έξι μηνών από τη λήξη του πολέμου, ή όταν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Εθνικής Τράπεζας έπεφταν κάτω από το επιτρεπόμενο κατώτατο όριο των 100 εκ. γαλλικών φράγκων. Δόθηκε, όμως, το δικαίωμα στην ελληνική κυβέρνηση της άμεσης μετατροπής των πιστώσεων σε εγχώρια νομισματική κυκλοφορία.
Μέρος της συμφωνίας ήταν η υποχρέωση της Ελλάδας να επιβάλει συναλλαγματικούς περιορισμούς (νόμος της 20ής Νοεμβρίου 1917). Οι έλεγχοι, όμως, δεν επιβλήθηκαν στις εισαγωγές εμπορευμάτων. Έτσι, σε συνδυασμό με την ανατίμηση της δραχμής έναντι της στερλίνας και των άλλων νομισμάτων, προκλήθηκαν μεγάλες απώλειες συναλλάγματος. Πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ οι έλεγχοι της εκροής χρυσού που επιβλήθηκαν το 1914 ανέστειλαν τη μετατρεψιμότητα της εγχώριας νομισματικής κυκλοφορίας σε χρυσό και έτσι εισήγαγαν τη μετατρεψιμότητα μόνο σε συνάλλαγμα, οι συναλλαγματικοί έλεγχοι που επιβλήθηκαν το 1917 περιόρισαν και τη δυνατότητα της μετατρεψιμότητας της δραχμής σε συνάλλαγμα. Με άλλα λόγια, από το 1917 η χώρα επανήλθε ουσιαστικά σε κανόνα χαρτονομίσματος, αναστέλλοντας τη μετατρεψιμότητα της δραχμής.
Κατά τη διάρκεια της πολεμικής περιόδου 1917-1919, η κυβέρνηση άντλησε έσοδα αποκλειστικά δανειζόμενη από την Εθνική Τράπεζα. Η τελευταία απλώς έθετε σε λειτουργία τη μηχανή εκτύπωσης χαρτονομίσματος. Όμως, η αυξημένη νομισματική κυκλοφορία δεν είχε αντίκρισμα σε συνάλλαγμα ή χρυσό. Η μετατρεψιμότητα του νομίσματος εξασφαλιζόταν μόνο από τη χρηματική υποστήριξη που θα ελάμβανε η χώρα από τους Συμμάχους, μετά το τέλος όμως του πολέμου. Κατά συνέπεια, οι μαζικές εκδόσεις χαρτονομίσματος προκάλεσαν μεγάλη συναλλαγματική κρίση όταν άρχισε να διαφαίνεται ότι οι πιστώσεις αυτές δεν επρόκειτο τελικά να δοθούν.
Το καλοκαίρι του 1919 η ισοτιμία της δραχμής βρισκόταν υπό πίεση, καθώς οι προσδοκώμενες συμμαχικές πιστώσεις, στις οποίες είχε βασιστεί η νομισματική επέκταση στην περίοδο του πολέμου, δεν είχαν υλοποιηθεί. Τον Αύγουστο του 1919, οι νομισματικές αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή από το να αφήσουν τη δραχμή να κυμαίνεται ελεύθερα. Στην προσπάθεια στήριξης της ισοτιμίας που είχε προηγηθεί, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα είχαν εξαντληθεί. Από την εγκατάλειψη των σταθερών ισοτιμιών έως τα τέλη του 1919, η δραχμή είχε υποτιμηθεί έναντι του δολαρίου κατά περίπου 24%.
Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και την επάνοδο του Κωνσταντίνου, οι σύμμαχοι βρήκαν ακόμη μία αφορμή για να αθετήσουν την υπόσχεση για παροχή των πιστώσεων που είχαν αναλάβει κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Η Ελλάδα ήταν σε κατάσταση πολέμου με την Τουρκία στη Μικρά Ασία, μέχρι τη μεγάλη ήττα και καταστροφή της Σμύρνης τον Σεπτέμβριο του 1922. Η χρηματοδότηση των υψηλών πολεμικών δαπανών, είτε μέσω εσόδων αντλούμενων από τη συμβατική φορολογία είτε μέσω εξωτερικού δανεισμού, στάθηκε αδύνατη. Στα τέσσερα χρόνια των πολέμων (1918-1922), οι αμυντικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν από 5,4% το 1917 σε 24,3% κατά μέσο όρο. Το 1923, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή μειώθηκαν στο 17,4%.
Η κυβέρνηση Βενιζέλου εισήγαγε ποικίλες φορολογικές μεταρρυθμίσεις, όπως η αντικατάσταση του συστήματος της αντικειμενικής φορολογίας με το σύστημα της φορολογίας του προσωπικού εισοδήματος και η επιβολή του φόρου αυτόματης υπερτίμησης της ακίνητης περιουσίας και εκτάκτων κερδών. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αποσκοπούσαν στην επιβολή φορολογίας στα υψηλά κέρδη που σημείωσαν κυρίως η ναυτιλία και η βιομηχανία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ωστόσο, ελάχιστα έσοδα προσπόρισαν τελικά.
Η αναποτελεσματικότητα του συστήματος της άμεσης φορολογίας ώθησε τις κυβερνήσεις της περιόδου να στραφούν για άλλη μία φορά στην έμμεση φορολογία ως πηγή άντλησης εσόδων. Υπό την πίεση της ανεύρεσης πόρων για τη χρηματοδότηση των πολεμικών αναγκών, κατέφυγαν εντέλει στη μαζική έκδοση χαρτονομίσματος. Η δραματική αύξηση της προσφοράς χρήματος μεταξύ των ετών 1920 και 1923 οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός ότι η έκδοση χαρτονομίσματος ήταν η μόνη δυνατότητα που είχε η κυβέρνηση για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων των αμυντικών προϋπολογισμών.
Η ελληνική οικονομία γνώρισε μια περίοδο έντονων πληθωριστικών πιέσεων και υποτιμητικών τάσεων. Μετά από μα μικρή συγκράτηση των πληθωριστικών πιέσεων το 1919 και μέτρια ενίσχυσή τους το 1920 (το κόστος ζωής αυξανόταν με ετήσιο ρυθμό 8%), ο πληθωρισμός σημείωσε δραματική επιτάχυνση τα τρία επόμενα χρόνια. Αυξήθηκε σε 13% το 1921, 47% το 1922 και 62% το 1923.
Επιπλέον, ενώ μέχρι τις αρχές του 1919 η ισοτιμία δραχμής/στερλίνας παρέμενε σχεδόν σταθερή στο επίσημο επίπεδο των 25,25 δρχ./στερλίνα, το 1920 η ισοτιμία αυξήθηκε απότομα στις 34,33 δρχ., το 1921 στις 70,5 δρχ., το 1922 στις 170,50 δρχ. και το 1923 στις 296,1 δρχ. Η εξέλιξη των ισοτιμιών της δραχμής έναντι της στερλίνας του ΗΒ και του δολαρίου των ΗΠΑ παρουσιάζεται στο Διάγραμμα που ακολουθεί.

Οι ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις, η έντονη υποτίμηση της δραχμής καθώς και η επιτακτική ανάγκη κάλυψης των μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων οδήγησαν την κυβέρνηση Γούναρη στη λήψη μέτρων απελπισίας. Την άνοιξη του 1922, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια εύρεσης πόρων με αποφυγή της χρήσης της εκδοτικής μηχανής, εξαιτίας του κινδύνου της περαιτέρω ενίσχυσης των πληθωριστικών πιέσεων, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την έκδοση του πρώτου «αναγκαστικού δανείου».
Το κοινό υποχρεώθηκε να κόψει τα χαρτονομίσματα που κατείχε σε δύο ίσα τμήματα. Το ένα τμήμα ανταλλάχθηκε με νέα χαρτονομίσματα με τη μισή ονομαστική αξία των αρχικών, ενώ το δεύτερο τμήμα ανταλλάχθηκε με έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου εικοσαετούς διάρκειας με επιτόκιο 6,5%. Το «αναγκαστικό δάνειο» θεωρήθηκε ως ο μόνος τρόπος κάλυψης των δαπανών (απέφερε έσοδα 1.300 εκ. δραχμές), που δεν συνεπαγόταν περαιτέρω επέκταση της νομισματικής κυκλοφορίας και άνοδο του πληθωρισμού.
Πράγματι, το 1922 ο ρυθμός αύξησης της προσφοράς χρήματος μειώθηκε στο 13%, από 25% το 1921. Η μείωση, όμως, στο μισό του ρυθμού αύξησης της προσφοράς χρήματος προκάλεσε γρήγορα υπερβάλλουσα ζήτηση χρήματος, που ικανοποιήθηκε από τη δανειοδοτική δραστηριότητα των εμπορικών τραπεζών. Τον επόμενο δε χρόνο, υπήρξε σημαντική επιτάχυνση της αύξησης της νομισματικής κυκλοφορίας, που έφθασε το 68%.
Επιπροσθέτως, για τη συγκράτηση των υποτιμητικών πιέσεων της δραχμής, τον Μάιο του 1921 κυβέρνηση εγκαθίδρυσε ένα συνδικάτο από 25 τράπεζες για την άσκηση μονοπωλιακού ελέγχου στις πράξεις συναλλάγματος. Το Συνδικάτο όρισε τη συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής με τη στερλίνα σε τιμή πολύ χαμηλότερη από την τιμή την οποία καθόριζαν οι αγοραίες δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης. Ενώ στην ελεύθερη («μαύρη») αγορά η στερλίνα ανταλλασσόταν μέχρι 100 δραχμές (μέση ετήσια τιμή 70,9), το Συνδικάτο την αντήλλασσε μόνο με 61-62 δραχμές μέχρι τον Απρίλιο του 1922 και έπειτα με 104-105 δραχμές. Τον Ιούνιο, η επίσημη ισοτιμία υψώθηκε σε 138-140 δραχμές. Στην ελεύθερη αγορά, όμως, η μέση ετήσια τιμή ήταν 166 δραχμές ανά στερλίνα. Η διαφορά στην τιμή συναλλάγματος προκάλεσε έντονη κερδοσκοπική πίεση εναντίον της δραχμής. Κανένας δεν είχε το κίνητρο να πουλήσει συνάλλαγμα στο Συνδικάτο, ενώ όλοι πρόθυμα αγόραζαν στερλίνες από αυτό. Σύντομα, προκλήθηκαν μεγάλες απώλειες συναλλαγματικών διαθεσίμων, και τελικά το Συνδικάτο καταργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1922.
Η Μικρασιατική Καταστροφή και το Τέλος της Μεγάλης Ιδέας
Η αρνητική έκβαση της μικρασιατικής εκστρατείας οδήγησε στη μεγάλη καταστροφή, την απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπινων ζωών και την προσφυγοποίηση 1,5 εκατομμυρίου άλλων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν πριν από την καταστροφή 1.694.000 Έλληνες. Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Αδάνα 70.000. Σύνολο 2.845.000 Έλληνες οι οποίοι αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της περιοχής, κυριαρχούσαν οικονομικά και είχαν κατορθώσει να διατηρήσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά, παρά το ότι αποτελούσαν μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον.
Στα συντρίμμια της Σμύρνης τερματίσθηκε η Ελληνική παρουσία 2.500 ετών στη Μικρά Ασία και ενταφιάστηκε η ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας, η οποία είχε αποτελέσει επί σχεδόν έναν αιώνα τον κεντρικό άξονα πολιτικής του ελληνικού κράτους και τη βασική πηγή τροφοδότησης της νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας.
Παράλληλα, η Μικρασιατική καταστροφή αποτέλεσε το έναυσμα για μία μεγάλη περίοδο πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, η οποία διήρκησε έως το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.