Η διάλεξη της Δευτέρας 28 Νοεμβρίου 2022 δόθηκε από τον διακεκριμένο οικονομικό ιστορικό κ. Ανδρέα Κακριδή, Επίκουρο Καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου και Επιστημονικό Υπεύθυνο του Ιστορικού Αρχείου της Τράπεζας της Ελλάδος, με θέμα τον ρόλο της αμερικανικής βοήθειας της περιόδου 1947-1953 στη μεταπολεμική ανάκαμψη της Ελλάδας.

Ο Ανδρέας Κακριδής είναι επίκουρος καθηγητής πολιτικής οικονομίας και οικονομικής ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Σπούδασε οικονομικά στο Balliol College της Οξφόρδης και το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη συνέχεια στράφηκε προς την οικονομική ιστορία και την ιστορία της οικονομικής σκέψης, και το 2009 υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με θέμα την οικονομική σκέψη και το ζήτημα της ανάπτυξης στη μεταπολεμική Ελλάδα. Έχει διδάξει ως ειδικός επιστήμονας στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών (2009-17) και ως επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου (2019-22), ενώ έχει διετελέσει επισκέπτης ερευνητής στο πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης (2014-15). Από το 2017 είναι επίσης Επιστημονικός Υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου της Τράπεζας της Ελλάδος.

Τα κύρια ερευνητικά του πεδία είναι η ελληνική οικονομική ιστορία και η ιστορία της οικονομικής σκέψης, με έμφαση στα νομισματικά ζητήματα και την οικονομική ανάπτυξη. Οι πιο πρόσφατες δημοσιεύσεις του αφορούν την οικονομική πολιτική της χούντας και την κρίση του 1929 στην Ελλάδα· αυτό το διάστημα επιμελείται και συμμετέχει σε δύο συλλογικούς τόμους με θέμα την τραπεζική πολιτική του μεσοπολέμου και τα 200 χρόνια της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, επιμελείται τη σειρά Τεκμήρια από το Ιστορικό Αρχείο, που εκδίδεται από το Κέντρο Πολιτισμού, Έρευνας και Τεκμηρίωσης, της Τράπεζα της Ελλάδος καθώς και τη σειρά Οικονομικής Ιστορίας των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης.

Ακολουθεί μία σύντομη περίληψη της διάλεξης

Ι. Το Ιστορικό Υπόβαθρο

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε πολύ μεγάλο αντίκτυπο στην Ελλάδα, μια από τις φτωχότερες χώρες της Ευρώπης. Με την υποδομή της να έχει καταστραφεί, τα εμπορικά της δίκτυα να έχουν διαλυθεί, τον προϋπολογισμό και το νόμισμά της σε πλήρη αποδιάρθρωση – ο υπερπληθωρισμός μαινόταν από το 1941 – η Ελλάδα είχε απόλυτη ανάγκη από ουσιαστική βοήθεια μετά τον πόλεμο. Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω από τις εμφύλιες συγκρούσεις, που κλιμακώθηκαν σε ανοικτό πόλεμο μεταξύ 1947-49, στερώντας την χώρα από περαιτέρω πόρους.
Έτσι, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια της Ελλάδας χαρακτηρίστηκαν από σημαντικές εισροές εξωτερικής βοήθειας, που χορηγήθηκε – έστω και απρόθυμα κατά καιρούς – από τους δυτικούς συμμάχους, σε αναγνώριση των επικίνδυνων επιπτώσεων που θα είχε μια ενδεχόμενη οικονομική και πολιτική εκτροπή, τόσο για την ίδια τη χώρα, όσο και για την ευρύτερη περιοχή. Άλλωστε, επρόκειτο για τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και η Ελλάδα βρισκόταν στην πρώτη γραμμή του νέου μετώπου.

Μεταξύ του 1944 και του 1955, η Ελλάδα έλαβε οικονομική βοήθεια που ξεπέρασε τα 2 δισεκ. δολάρια και άλλα 1,2 δισεκ. δολάρια σε στρατιωτική βοήθεια. Το 85% αυτής της ενίσχυσης προήλθε από τις ΗΠΑ, σχεδόν εξ ολοκλήρου με τη μορφή επιχορηγήσεων. Καθώς οι Βρετανοί απέσυραν την οικονομική τους βοήθεια στις αρχές του 1947 και η United Nations Relief and Rehabilitation Administration (UNRRA) τερμάτισε τις δραστηριότητές της, οι ΗΠΑ ανέλαβαν την ευθύνη παροχής στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας, πρώτα στα πλαίσια του Δόγματος του Truman (PL75) – που σχεδιάστηκε ειδικά για την Ελλάδα και την Τουρκία – και στη συνέχεια μέσω του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Ανασυγκρότησης (ERP) και του Νόμου περί Αμοιβαίας Ασφάλειας (MSA).

Το μεγαλύτερο μέρος της αμερικανικής βοήθειας ήρθε στη χώρα μεταξύ του 1947 και του 1953, συνοδευόμενο από εκατοντάδες στρατιωτικούς και πολιτικούς υπαλλήλους των ΗΠΑ, οι οποίοι στελέχωσαν τις πολυπληθείς αποστολές διαχείρισης της βοήθειας και την πρεσβεία στην Αθήνα. Μερικοί κατείχαν ακόμη και ανώτερες θέσεις στην ελληνική διοίκηση και το στράτευμα, ή ενσωματώθηκαν σε βασικά υπουργεία και στην κεντρική τράπεζα της χώρας. Έτσι, τα δολάρια ήρθαν μαζί με όπλα, διασφαλίζοντας ότι ο εθνικός στρατός θα επικρατούσε στον πόλεμο, καθώς και με πολιτική επιρροή, η οποία χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία, την απομάκρυνση ή τον ανασχηματισμό κυβερνήσεων, την κατανομή υπουργικών θέσεων και την άσκηση επιρροής στην ασκούμενη πολιτική. Τα αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών ήταν ανάμεικτα, αλλά κανένας απολογισμός της εμπειρίας της Ελλάδας με την αμερικανική βοήθεια δεν μπορεί να τα αγνοήσει.

Η βοήθεια συνεχίστηκε στη δεκαετία του ’50 και του ’60, αλλά μετά την επιτυχή ολοκλήρωση ενός προγράμματος σταθεροποίησης το 1953, η εξάρτηση της οικονομίας από την εξωτερική βοήθεια μειώθηκε γρήγορα. Τις επόμενες δύο δεκαετίες, η χώρα απογειώθηκε, με την Ελλάδα να καταγράφει τον δεύτερο υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στον ΟΟΣΑ, μετά τη Ιαπωνία.

Ωστόσο, η όποια σημασία της βοήθειας για την ανοικοδόμηση και για την προετοιμασία της απογείωσης παραμένει υπό ιδιαίτερη αμφισβήτηση, σε μία μέχρι σήμερα ιδεολογικά φορτισμένη συζήτηση.

ΙΙ. Αμερικανική βοήθεια στην Ελλάδα: τα νούμερα

Μπορεί οι γενικοί στόχοι του σχεδίου Marshall να ήταν σαφώς πολιτικoί, τα μέσα του όμως ήταν οικονομικά: η αμερικανική βοήθεια προοριζόταν κυρίως για την αντιμετώπιση της έλλειψης δολαρίων της Ευρώπης, χρηματοδοτώντας τα εμπορικά της ελλείμματα και προωθώντας το εμπόριο και τις επενδύσεις, έως ότου η οικονομική δραστηριότητα είχε ανακάμψει επαρκώς ώστε να αποκατασταθούν οι ευρωπαϊκές εξαγωγές. Το αντίτιμο των εισαγωγών της βοήθειας σε εγχώριο νόμισμα τίθετο στη διάθεση των κυβερνήσεις των χωρών, ώστε να συμπληρώσει τις εγχώριες αποταμιεύσεις και τα φορολογικά έσοδα.

Συνεπώς, ο άμεσος οικονομικός αντίκτυπος του σχεδίου Marshall αποτιμάται σε ένα πλαίσιο που εστιάζει στον ρόλο των κεφαλαίων του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Ανασυγκρότησης (ERP) στη χρηματοδότηση των εισαγωγών, των εγχώριων επενδύσεων και των κρατικών προϋπολογισμών. Από την εποχή του κλασικού έργου του Milward (1984), τα αποτελέσματα αυτών των αποτιμήσεων είναι ότι ο όγκος των πόρων του ERP ήταν πολύ μικρός για να έχει σημαντικό άμεσο αντίκτυπο. Έτσι, η έρευνα στράφηκε στις έμμεσες επιπτώσεις μέσω των οποίων η βοήθεια θα μπορούσε να έχει σημασία για την ευρωπαϊκή ανάκαμψη: την άρση συγκεκριμένων σημείων συμφόρησης (bottlenecks), την ενίσχυση της εμπιστοσύνης του ιδιωτικού τομέα, τη διάδοση της αμερικανικής τεχνολογίας και διαχειριστικών πρακτικών ή οικοδόμηση της απαραίτητης συναίνεσης για τη σταθεροποίηση και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (π.χ. Borchardt and Buchheim 1991, Eichengreen και Uzan 1992).

Ταυτόχρονα, ωστόσο, αναγνωρίστηκαν σημαντικές διαφορές στις εθνικές εμπειρίες, με τη βοήθεια να θεωρείται ότι διαδραμάτισε πολύ σημαντικότερο ρόλο σε χώρες όπως η Αυστρία και οι Κάτω Χώρες από ό,τι, για παράδειγμα, στο Βέλγιο ή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η θέση της Ελλάδας σε αυτό το φάσμα παραμένει άγνωστη, κυρίως λόγω των περιορισμένων δεδομένων και της σχετικής έλλειψης εμπειρικών μελετών σχετικά με την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο της χώρας. Αυτοί οι περιορισμοί καταλήγουν να παρουσιάζουν την Ελλάδα ως «ειδική περίπτωση» και να περιορίζουν το φάσμα της εγχώριας συζήτησης, η οποία παραμένει εξαιρετικά καχύποπτη έναντι της οικονομικής σημασίας της ξένης βοήθειας.

Βασιζόμενη σε μία νέα βάση δεδομένων, η οποία καλύπτει την μεταπολεμική περίοδο και τον ρόλο της βοήθειας, η διάλεξη παρουσίασε νέες συνολικές εκτιμήσεις για τον ρόλο της βοήθειας στην μεταπολεμική Ελλάδα. Εδώ αναπαράγονται μόνο ορισμένα βασικά στοιχεία.

Οι πρώτες συνολικές εκτιμήσεις για τη σημασία της βοήθειας στη μεταπολεμική Ελλάδα είναι εντυπωσιακές. Συγκριτικά στοιχεία για την περίοδο του Σχεδίου Μάρσαλ και μόνο, τοποθετούν την Ελλάδα στην κορυφή μεταξύ όλων των χωρών, με μέσες ετήσιες εισροές ίσες με 12,4% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με 2,2% για το σύνολο του ΟΕΟΣ (νυν ΟΟΣΑ). Η μόνη χώρα που κάπως πλησιάζει τα ελληνικά στοιχεία είναι η Αυστρία, με ποσοστό 8,4%. Ωστόσο, η Ελλάδα έλαβε και πρόσθετη στρατιωτική βοήθεια ύψους 6,4% του ΑΕΠ ετησίως, καθώς και βοήθεια μέσω άλλων προ- γραμμάτων. Αν κανείς αθροίσει όλες τις πηγές, οι εισροές ανέρχονται σε ένα επιβλητικό 20,3% του ΑΕΠ ετησίως για τα έτη της εφαρμογής του σχεδίου Marshall, ή 18,5% του ΑΕΠ για την ευρύτερη περίοδο 1947-53.

Με ετήσιες εισροές περίπου το ένα πέμπτο του ΑΕΠ, η σημασία των ξένων πόρων στη χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης της Ελλάδας ήταν καίρια. Αυτό αντιστρέφει μεγάλο μέρος της καθιερωμένης άποψης που θέλει την ξένη βοήθεια να έχει διαδραματίσει δευτερεύοντα ρόλο στην ελληνική ανάκαμψη και προσθέτει την Ελλάδα σε εκείνες τις χώρες όπου το σχέδιο Μάρσαλ είχε μία σημαντική – αναμφισβήτητα τη μεγαλύτερη – άμεση επίδραση στην οικονομική επιβίωση και μεταπολεμική ανασυγκρότηση.

Αυτά τα ευρήματα ενισχύονται από μια πιο λεπτομερή ματιά στον ρόλο της βοήθειας στη χρηματοδότηση του ισοζυγίου πληρωμών, των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου και των κρατικών δαπανών.

Ακόμα και αν αφήσει κανείς κατά μέρος τις επιθυμητές εισαγωγές κεφαλαίου, η μεταπολεμική Ελλάδα αντιμετώπιζε ένα τεράστιο εμπορικό έλλειμμα: η απώλεια των άδηλων πόρων από τη ναυτιλία και τα μεταναστευτικά εμβάσματα, σε συνδυασμό με τη χαμηλή εξαγωγιμότητα του καπνού και των άλλων βασικών εξαγωγικών ειδών της χώρας, σήμαινε ότι για να τραφεί ο πληθυσμός χρειάζονταν εξωτερικοί πόροι. Οι εκτιμήσεις μας δείχνουν ότι η βοήθεια κάλυψε περίπου τα δύο τρίτα των μη στρατιωτικών εισαγωγών της χώρας για έξι χρόνια, καθώς και όλες τις στρατιωτικές εισαγωγές. Ακόμη και αν εξαιρεθούν οι τελευταίες, τα συγκριτικά στοιχεία για τις χώρες του ΟΕΟΣ (σημερινού ΟΟΣΑ) δείχνουν ότι καμία άλλη χώρα δεν ήταν τόσο εξαρτημένη από τα κονδύλια του Σχεδίου Μάρσαλ για τη χρηματοδότηση του ισοζυγίου πληρωμών της.

Όσον αφορά τις εισπράξεις του Ταμείου Αντικαταβολών, δηλαδή το δραχμικό ισοδύναμο των εισαγωγών που χρηματοδοτούνταν από τη βοήθεια, αυτές αναπόφευκτα αντιπροσώπευαν ένα σημαντικό ποσό, το μισό από το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη χρηματοδότηση εγχώριων επενδύσεων. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι οι δημόσιες επενδύσεις μέχρι το 1953 χρηματοδοτήθηκαν εξ ολοκλήρου από ξένους πόρους, τα τρία τέταρτα των οποίων προέρχο- νταν από την βοήθεια του δόγματος Τρούμαν και του σχεδίου Μάρσαλ. Έτσι, οι αμερικανικές ενισχύσεις αντιπροσώπευαν πάνω από το ένα τρίτο των συνολικών επενδύσεων κατά την περίοδο της ανασυγκρότησης, με ιδιαίτερη ένταση σε τομείς όπως οι υποδομές (δρόμοι, λιμάνια, σιδηρόδρομοι), τα εγγειοβελτιωτικά έργα στη γεωργία και η δημόσια στέγαση (κυρίως λόγω των χιλιάδων καταφυγίων που κατασκευάστηκαν για πρόσφυγες πολέμου). Έργα ορόσημα, όπως η συγκρότηση των γεωπονικών υπηρεσιών, η αναδιοργάνωση του συστήματος παροχής δημόσιας υγείας, η ολοκλήρωση των εθνικών δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας και η ίδρυση της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) και του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (ΟΤΕ), οφείλουν επίσης πολλά στον προγραμματισμό, τους πόρους και τη διοίκηση των αποστολών βοήθειας.

Από την άλλη πλευρά, όσοι εκφράζουν αμφιβολίες για τα οφέλη της εξωτερικής βοήθειας τονίζουν τις διαδοχικές περικοπές στον επενδυτικό προϋπολογισμό, που υπολειπόταν των αρχικών προσδοκιών – ιδίως σε ότι αφορά στις βιομηχανικές επενδύσεις. Όταν προέρχεται από κείμενα εκείνης της εποχής, πόσο μάλλον από τους ίδιους τους ανθρώπους που συμμετείχαν ενεργά σε αυτά τα προγράμματα, η κριτική είναι απόλυτα κατανοητή: δεν χωρά αμφιβολία πως κάθε καθυστέρηση ή ακύρωση προκαλούσε απογοήτευση. Εντούτοις, η απόσταση του αποτελέσματος από τις όποιες αρχικές προσδοκίες δεν μπορεί να αποτελέσει σοβαρό κριτήριο ιστορικής αποτίμησης. Πόσο μάλλον εφόσον οι προσδοκίες επηρεάζονταν και από άλλες εξελίξεις (νομισματική σταθεροποίηση, γρήγορο τέλος στον εμφύλιο πόλεμο, κ.λπ.). Τα στοιχεία φανερώνουν ότι ο μόνος λόγος που η Ελλάδα κατάφερε να διατηρήσει τους ρυθμούς των επενδύσεών της κοντά στον μέσο όρο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, την ίδια στιγμή που διεξήγαγε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, ήταν η μαζική εισροή ξένης βοήθειας. Όσον αφορά τα παράπονα σχετικά με τη σύνθεση των επενδύσεων, αυτά στηρίζονται σε μια πολύ συγκεκριμένη συνταγή για τις «σωστές» επενδύσεις. Θα ήταν περίεργο μια φτωχή γεωργική χώρα που πάσχιζε να κλείσει το διατροφικό της έλλειμμα να έχει τον ίδιο επενδυτικό προσανατολισμό με τη Γαλλία στο πλαίσιο του σχεδίου Monnet!

Ωστόσο, η αναφορά στις περικοπές των επενδύσεων επισημαίνει ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της ελληνικής εμπειρίας, δηλαδή το γεγονός ότι αρκετοί πόροι βοήθειας χρειάστηκε να εκτραπούν από τις επενδύσεις στις τρέχουσες (καταναλωτικές) δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού. Στην πραγματικότητα, περίπου το ένα τέταρτο των εισπράξεων μέσω του σχεδίου Marshall χρησιμοποιήθηκε για την πληρωμή μισθών του δημόσιου τομέα και άλλων τακτικών δαπανών, ιδίως για να αποφευχθεί η αναζωπύρωση του υπερπληθωρισμού σε μια χώρα όπου τα δημοσιονομικά ελλείμματα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν μόνο μέσω του εκδοτικού προνομίου. Αυτό μας φέρνει στην καθυστέρηση της δημοσιονομικής και νομισματικής σταθεροποίησης, ένα βασικό κομμάτι του ευρύτερου παζλ της χρήσης της βοήθειας για την προώθηση μεταρρυθμίσεων.

ΙΙΙ. Πέρα από τα νούμερα: βοήθεια και μεταρρυθμίσεις

Δεδομένης της ελληνικής εξάρτησης από την ξένη βοήθεια και των εκτεταμένων εξουσιών που παρέχονται σε ξένους αξιωματούχους, το ερώτημα που ανακύπτει είναι γιατί οι αποστολές βοήθειας απέτυχαν να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για τη σταθεροποίηση της οικονομίας πριν από το 1953.

Οι περισσότεροι ιστορικοί παρουσιάζουν μια ζοφερή εικόνα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, με αναφορές που επικεντρώνονται στην κατανομή της ευθύνης μεταξύ των ΗΠΑ και της ελληνικής πλευράς.

Πρώτα απ’ όλα, θα μπορούσε κάποιος να αμφισβητήσει την ίδια την έννοια της αποτυχίας της εφαρμοζόμενης πολιτικής: η κορυφαία αμερικανική προτεραιότητα στην Ελλάδα ήταν η επικράτηση στον εμφύλιο, και αυτό επιτεύχθηκε μέχρι το καλοκαίρι του 1949. Ο ίδιος ο στρατηγός Μάρσαλ είχε καταστήσει σαφές, σε τηλεγράφημά του προς την Αθήνα, ότι όλες οι άλλες επιδιώξεις συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής σταθεροποίησης – έπρεπε να υπαχθούν σε αυτόν τον πρωταρχικό στόχο. Επιπλέον, όσο ισχυρή και αν ήταν η επιρροή τους, οι Αμερικανοί γνώριζαν πως δύσκολα θα μπορούσαν να συμφιλιώσουν την προτεραιότητά της στρατιωτικής επικράτησης με την επιδίωξη οικονομικών μεταρρυθμίσεων (αυξήσεις φόρων, περικοπές στις πιστώσεις και τους μισθούς, κ.λπ.), οι οποίες θα κινδύνευαν να αποσταθεροποιήσουν τον εύθραυστο πολιτικό συνασπισμό με τον οποίον είχαν συμμαχήσει πολιτικά στον αντικομουνιστικό αγώνα.

Αυτό μας φέρνει στην ελληνική πλευρά, της οποίας η αναβλητικότητα και η αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις αποδίδονται – ανάλογα με τις ιδεολογικές προτιμήσεις του εκάστοτε συγγραφέα – στις ανατροπές που επέφερε ο εμφύλιος ή στην αρπακτικότητα μιας στενής οικονομικής ολιγαρχίας που ήταν απρόθυμη να επωμιστεί το μερίδιο που της αναλογούσε για την ανασυγκρότηση. Πολλοί συγγραφείς επισημαίνουν επίσης την αναποτελεσματικότητα, την αδράνεια και τη μυωπική αντιμετώπιση της δημόσιας διοίκησης. Παρόλο που καθεμιά από αυτές τις ερμηνείες περιέχει μια δόση αλήθειας, καμία δεν προσφέρει μια πλήρη και ικανοποιητική εξήγηση της ελληνικής μεταρρυθμιστικής εμπειρίας: ο εμφύλιος πόλεμος έληξε στα μέσα του 1949, αλλά χρειάστηκαν άλλα δύο χρόνια για να ξεκινήσει ένα επιτυχημένο πρόγραμμα σταθεροποίησης. Η φοροδιαφυγή και η κερδοσκοπία της οικονομικής ελίτ ήταν πράγματι διαδεδομένες· εξίσου διαδεδομένες ήταν όμως γενναίες επιδοτήσεις της κατανάλωσης και οι γενναιόδωρες (ανεπίσημες) μισθολογικές αυξήσεις που κατέληγαν να είναι εξίσου επιζήμιες για τη δημοσιονομική σταθερότητα, παρότι δεν ευνοούσαν τους πλουσίους. Όσον αφορά τη δημόσια διοίκηση, η αποτελεσματικότητά της εμφάνιζε διακυμάνσεις, ανάλογα με το βαθμό στον οποίο οι προωθούμενες μεταρρυθμίσεις απειλούσαν τα συντεχνιακά της συμφέροντα.

Πρόκειται για ένα περίπλοκο ζήτημα, για το οποίο η διάλεξη επιδίωξε μόνο να δώσει το σκαρίφημα μιας απάντησης. Βασική θέση ήταν ότι κάθε πλήρης ανάλυση της βοήθειας και των μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να εξετάσει λεπτομερέστερα τη θεσμική οργάνωση και την πολιτική οικονομία της κατάστασης: εν προκειμένω, εύθραυστες κυβερνήσεις συνασπισμού, στερούμενες πολιτικής νομιμοποίησης, εν μέσω εμφυλίου πολέμου, ήταν λογικό να επιδίδονται σε προσπάθειες να προσελκύσουν ευρύτατα τμήματα του πληθυσμού, ενώ προτιμούσαν να αφήνουν την ξένη βοήθεια ή τον πληθωρισμό να αντισταθμίζει το κόστος των πολιτικών τους. Ειδικά εφόσον χρηματοδοτούνταν από έναν ξένο δωρητή που είχε επενδύσει τόσα στην πολεμική επικράτηση που δύσκολα μπορούσε να διακόψει τη βοήθεια.

Όσον αφορά την πλευρά των δωρητών, η επιρροή τους ήταν πιο περιορισμένη από ό,τι υποδηλώνει το συνολικό μέγεθος του αμερικανικού πορτοφολιού: η συνύπαρξη πολλαπλών κέντρων με επικαλυπτόμενες δικαιοδοσίες και αντικρουόμενες επιδιώξεις, οι ασυμμετρίες πληροφόρησης μεταξύ της ελληνικής και της αμερικανικής πλευράς, καθώς και μεταξύ του αμερικανικού προσωπικού στην Αθήνα και την Ουάσινγκτον υπονόμευσε την αποτελεσματικότητα των όρων που θέλησαν να θέσουν. Τα αρχεία των ΗΠΑ αναφέρουν πολλά περιστατικά εσωτερικών συγκρούσεων και διαφωνιών. Σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις, σχηματίστηκαν συμμαχίες μεταξύ των Ελλήνων αξιωματούχων και των Αμερικανών ομολόγων τους.

Έτσι, η καθυστέρηση της ελληνικής σταθεροποίησης είναι αποτέλεσμα μιας σύνθετης πολιτι- κής οικονομίας και ενός συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου. Η περίπτωση της Ελλάδας δεν φαίνεται να επαληθεύει τη θέση ότι τα κεφάλαια του σχεδίου Marshall επιτάχυναν τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις (DeLong και Eichengreen 1993). Από την άλλη, οι ‘καθυστερήσεις’ αυτές έδωσαν τον απαραίτητο χρόνο για την αποκατάσταση και εμπέδωση της πολιτικής εξουσίας και την αποτροπή περαιτέρω κοινωνικών αντιδράσεων.

© Ανδρέας Κακριδής

Σύνδεσμος στις Διαφάνειες της Διάλεξης του Ανδρέα Κακριδή

Σύνδεσμος σε ένα Σύντομο Βιογραφικό του Ανδρέα Κακριδή

Σύνδεσμος στο βιβλίο του Ανδρέα Κακριδή, Κυριάκος Βαρβαρέσος: Η Βιογραφία ως Οικονομική Ιστορία, Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα

Advertisement