Η Ελλάδα κατόρθωσε να γίνει μέρος της ζώνης του ευρώ το 2001, δύο χρόνια αργότερα από τα αρχικά έντεκα μέλη, εκπληρώνοντας οριακά τα κριτήρια της συνθήκης του Μάαστριχτ, μόλις το 1999, έναντι του 1997 που ήταν η χρονιά εκπλήρωσής τους για τους υπόλοιπους έντεκα.
Στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής, που πραγματοποιήθηκε στην Πορτογαλία στις 19 και 20 Ιουνίου του 2000, το συμβούλιο των υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ECOFIN), αποφάσισε την ένταξη της Ελλάδας στην ζώνη του ευρώ.
Η Ελλάδα εντάχθηκε στην ευρωζώνη χωρίς να έχει ουσιαστικά αντιμετωπίσει ούτε το δημοσιονομικό της πρόβλημα ούτε το σημαντικό έλλειμμα διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Το τελευταίο μάλιστα επιδεινώθηκε λόγω της πολιτικής της σύγκλισης.
Στην περίοδο της σύγκλισης, η ελληνική οικονομία παρέμενε μια οικονομία με χαμηλή και επιδεινούμενη διεθνή ανταγωνιστικότητα και μεγάλες δημοσιονομικές ανισορροπίες, αλλά κατάφερε να δαμάσει τον πληθωρισμό και να επιβραδύνει την αύξηση του δημόσιου χρέους, ως ποσοστού του ΑΕΠ.
Λίγοι έδειχναν να ανησυχούν εν μέσω της ευφορίας που είχε δημιουργηθεί με την ένταξη. Ωστόσο, η ένταξη στην ευρωζώνη ανέδειξε και τους μεγάλους κινδύνους από την ατελή δημοσιονομική και διαρθρωτική προσαρμογή και τη χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Mε την ένταξη στην ευρωζώνη, η Ελλάδα λειτουργούσε πλέον σε ένα περιβάλλον χαμηλών πραγματικών επιτοκίων, λόγω της εξάλειψης του κινδύνου υποτίμησης του νομίσματος, που για πολλά χρόνια διατηρούσε τα ονομαστικά και πραγματικά επιτόκια σε υψηλά επίπεδα. Αυτό επέτρεψε στα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις της χώρας να δανείζονται φθηνά, κάτι που οδήγησε σε αύξηση τόσο της κατανάλωσης όσο και των επενδύσεων.
Με την ένταξη στη ευρωζώνη η Ελλάδα στερήθηκε τη δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, και το μόνο εργαλείο που απέμενε για τη μακροοικονομική σταθεροποίηση ήταν η δημοσιονομική πολιτική.
Δυστυχώς, μόλις η χώρα διασφάλισε τη συμμετοχή της στην ευρωζώνη, η δημοσιονομική και εισοδηματική πολιτική στην Ελλάδα χαλάρωσε εκ νέου. Παρά την ανεπαρκή δημοσιονομική προσαρμογή της δεκαετίας του 1990, τα δημοσιονομικά ελλείμματα άρχισαν να αυξάνονται και πάλι ήδη από το εκλογικό 2000. Υπήρξαν φορολογικές ελαφρύνσεις, μεγάλες αυξήσεις ονομαστικών και πραγματικών μισθών και περαιτέρω επιδείνωση των δημοσιονομικών προβλημάτων και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
Αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, όπως το ασφαλιστικό και η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας εγκαταλείφθηκαν, ενώ αναλήφθηκαν πολυτελείς πρωτοβουλίες που οδήγησαν σε σημαντική αύξηση των δημοσίων δαπανών, όπως, για παράδειγμα, οι μεγάλες παραγγελίες νέων εξοπλιστικών συστημάτων και η ανάληψη της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Η αύξηση των επενδύσεων και η μείωση των αποταμιεύσεων, σε συνδυασμό με τις μειώσεις των επιτοκίων και των φόρων και τις αυξήσεις μισθών και δημοσίων δαπανών δημιούργησαν συνθήκες οικονομικής ευφορίας, και οδήγησαν σε σημαντική επιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης. Παράλληλα όμως οδήγησαν και σε πρωτοφανή διεύρυνση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος συνέχισε να ανατροφοδείται, αλλά, κυρίως, λόγω των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, μετατράπηκε σταδιακά σε εξωτερικό χρέος. Οι ελληνικές τράπεζες επέκτειναν το δανεισμό τους στο εσωτερικό, δανειζόμενες από το εξωτερικό. Για να αποκτούν ρευστότητα, χρησιμοποιούσαν ως εγγύηση ομόλογα του ελληνικού δημοσίου τα οποία διακρατούσαν από το παρελθόν, συντελώντας και αυτές, με κρίσιμο τρόπο, στη μετατροπή του δημοσίου χρέους σε εξωτερικό.
Με την εξαίρεση του προγράμματος ήπιας δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής της περιόδου 2005-2007, το οποίο εφάρμοσε η νέα κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή μετά το πέρας των Ολυμπιακών Αγώνων, οι κίνδυνοι από την αύξηση του εξωτερικού δανεισμού σε μεγάλο βαθμό αγνοήθηκαν από όλους για σχεδόν δέκα χρόνια. Η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ και η επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης, λόγω της αύξησης των επενδύσεων και της κατανάλωσης, είχε οδηγήσει σε συνεχή αύξηση του βιοτικού επιπέδου και σε σημαντική μείωση της ανεργίας, ενώ ο πληθωρισμός παρέμενε χαμηλός λόγω της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
Οι θετικές αυτές οικονομικές εξελίξεις, σε συνδυασμό με το ότι ο εξωτερικός δανεισμός γινόταν σε ευρώ, είχαν οδηγήσει σε εφησυχασμό σε σχέση με τη συσσώρευση εξωτερικού χρέους, έως ότου ξέσπασε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση το 2008.
Η διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μετά την ένταξη στη ζώνη του ευρώ δεν αφορούσε βεβαίως μόνο την Ελλάδα, καθώς ήταν αποτέλεσμα και των ευρύτερων ασυμμετριών της ευρωζώνης, μεταξύ των οικονομιών του “πυρήνα” της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, και των οικονομιών της “περιφέρειας”, όπως η Ιρλανδία και οι οικονομίες της νότιας Ευρώπης. Και άλλες χώρες της περιφέρειας της ζώνης του ευρώ, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία, ακόμη και η Ιταλία, είχαν το ίδιο πρόβλημα ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αν και η έκταση του προβλήματος ήταν μεγαλύτερη στην περίπτωση της Ελλάδας.
Κατά συνέπεια, αν και έως την εκδήλωση της διεθνούς κρίσης η επιλογή της ένταξης της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ φάνταζε ως επιτυχία, υπήρχε ένα μεγάλο σκοτεινό σημείο, η αρνητική εξέλιξη του ισοζύγιου τρεχουσών συναλλαγών. Καθώς ο διεθνής δανεισμός της Ελλάδας γινόταν πλέον σε ευρώ, και όχι σε ‘ξένο συνάλλαγμα’ όπως στο παρελθόν, οι κίνδυνοι από την εξέλιξη αυτή υποτιμήθηκαν τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη ΕΕ.
Επιπλέον, οι περιορισμοί της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, της προνομιακής πρόσβασης στο τραπεζικό σύστημα και η ρήτρα μη διάσωσης υποτιμήθηκαν τόσο από τις κυβερνήσεις όσο και από τις αγορές.
Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση αποτέλεσε το έναυσμα για την επαναξιολόγηση της ικανότητας της Ελλάδας, αλλά και των άλλων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, να συνεχίσουν να εξυπηρετούν το εξωτερικό τους χρέος.
Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers το Σεπτέμβριο του 2008, υπήρξε ριζική αρνητική μεταστροφή του κλίματος στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Η κρίση αυτή βρήκε την Ελλάδα στην απαρχή μιας περιόδου πολιτικής αστάθειας, και αντιμέτωπη με το δίλημμα να επιχειρήσει περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή, η οποία θα επιδείνωνε την επερχόμενη ύφεση, ή να αναβάλλει την προσαρμογή για την περίοδο μετά το τέλος της διεθνούς ύφεσης.
Η Ελλάδα οδηγήθηκε σε εκλογές στο μέσον της δεύτερης θητείας του Κώστα Καραμανλή, τον Σεπτέμβριο του 2009. Οι εκλογές διεξήχθησαν στο μέσο της βαθύτερης μεταπολεμικής διεθνούς ύφεσης, καθώς η αξιωματική αντιπολίτευση, υπό τον Γιώργο Παπανδρέου είχε ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι θα χρησιμοποιούσε την επερχόμενη εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας στις αρχές του 2010 για να ανατρέψει την κυβέρνηση.
Οι πρόωρες εκλογές, σε συνδυασμό με τη διεθνή κρίση, προκάλεσαν ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση του ελληνικού δημοσιονομικού προβλήματος.
Παρά την επιδείνωση της κατάστασης της οικονομίας κατά το 2009, η νεοεκλεγείσα τον Οκτώβριο του 2009 κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου απέφυγε να δεσμευτεί σε ένα αξιόπιστο μετεκλογικό πρόγραμμα προσαρμογής. Επιπλέον με μία σειρά από πράξεις και δηλώσεις της μετά τις εκλογές τραυμάτισε τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στις αρχές του 2010 μια μεγάλη κρίση εμπιστοσύνης που τελικά οδήγησε την Ελλάδα εκτός των διεθνών χρηματαγορών.
Αφορμή υπήρξε ο χειρισμός της δημοσιονομικής επιδείνωσης του 2009, που η νέα κυβέρνηση απέδωσε όχι στην κρίση, αλλά σε εσκεμμένη υποεκτίμηση των στοιχείων από την απερχόμενη κυβέρνηση. Αυτό οδήγησε στο να θεωρηθεί η Ελλάδα ως υπαίτια και όχι ως ένα ακόμη θύμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Καθώς το ελληνικό δημόσιο χρέος είχε μετατραπεί σε εξωτερικό, και με δεδομένες τις ανάγκες αναχρηματοδότησής του, η διατήρηση της αξιοπιστίας της χώρας θα ήταν το πρώτο το οποίο θα έπρεπε να επιδιώξει μία ελληνική κυβέρνηση.
Με καταρρακωμένη τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας, μετά τις κυβερνητικές καταγγελίες αλλά και την ολιγωρία της νέας κυβέρνησης, η Ελλάδα υπήρξε στις αρχές του 2010 το πρώτο θύμα μίας “αιφνίδιας στάσης” στη δυνατότητα αναχρηματοδότησης του διεθνούς της χρέους καθώς ουσιαστικά αποκλείστηκε από τις διεθνείς χρηματαγορές.
Το πρόβλημα δεν ήταν μόνο ότι η Ελλάδα είχε υψηλό δημοσιονομικό και εξωτερικό έλλειμμα το 2009. Είχε και υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο είχε μετατραπεί σε εξωτερικό κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας. Το 2009, εν μέσω της διεθνούς και ελληνικής ύφεσης, το δημόσιο χρέος ανέβηκε στο 126,7% του ΑΕΠ. Με βάση μια μέση εκτιμώμενη διάρκεια 5 περίπου ετών για τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, αυτό απαιτούσε μία ετήσια αναχρηματοδότηση της τάξης του 25% του ΑΕΠ για τα λήγοντα ομόλογα. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του στόχου θα ήταν η εμπιστοσύνη ότι η Ελλάδα θα εξακολουθούσε να εξυπηρετεί απρόσκοπτα το δημόσιο (εξωτερικό) χρέος της. Αυτή την εμπιστοσύνη καταρράκωσε με τις πράξεις και τις παραλείψεις της η νέα κυβέρνηση έως τις αρχές του 2010.
Με δεδομένη τη θεσμική αδυναμία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να λειτουργήσει ως ‘δανειστής ύστατης προσφυγής’, η κυβέρνηση, μετά την κρίση εμπιστοσύνης την οποία η ίδια προκάλεσε, υποχρεώθηκε να προσφύγει σε ένα πρόγραμμα διακρατικής βοήθειας από τις υπόλοιπες χώρες της ζώνης του ευρώ, με αντάλλαγμα ένα πρόγραμμα προσαρμογής σχεδιασμένο από την “τρόϊκα” του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Από το Μάρτιο του 2010 οι εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες. Στις 3 Μαρτίου, η κυβέρνηση Παπανδρέου λαμβάνει συμπληρωματικά μέτρα για τη διασφάλιση των στόχων περιορισμού του δημοσιονομικού ελλείμματος του 2010.
«Υποστηρίζουμε πλήρως τις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης και επικροτούμε τα συμπληρωματικά μέτρα που αναγγέλθηκαν στις 3 Μαρτίου και τα οποία επαρκούν για τη διασφάλιση των δημοσιονομικών στόχων του 2010. Αναγνωρίζουμε ότι οι ελληνικές αρχές έλαβαν φιλόδοξα και αποφασιστικά μέτρα τα οποία αναμένεται να επιτρέψουν στην Ελλάδα να ανακτήσει την πλήρη εμπιστοσύνη των αγορών.»
Αυτό ανέφερε η δήλωση των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωζώνης, στις 25 Μαρτίου 2010, επέτειο της εθνικής ανεξαρτησίας της Ελλάδος.
Δυστυχώς, τα μέτρα της 3ης Μαρτίου αποδείχθηκαν όχι μόνο καθυστερημένα αλλά και ανεπαρκή. Όχι μόνο δεν ανακτήθηκε η εμπιστοσύνη των αγορών, αλλά μέσα στον επόμενο μήνα η Ελλάδα είχε σχεδόν αποκοπεί από τις αγορές.
Η ανακοίνωση της 25ης Μαρτίου είχε βεβαίως προβλέψει και για αυτό το ενδεχόμενο, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση προετοίμαζε παρασκηνιακά ήδη το μηχανισμό στήριξης της Ελλάδας και της ζώνης του ευρώ γενικότερα.
“Τα κράτη μέλη της ευρωζώνης είναι έτοιμα να συνεισφέρουν σε συντονισμένο διμερή ‘δανεισμό’, στο πλαίσιο δέσμης η οποία θα περιλαμβάνει ουσιαστική χρηματοδότηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και πλειοψηφική ‘ευρωπαϊκή’ χρηματοδότηση.”
Γίνεται στη δήλωση αυτή μια πρώτη αναφορά στο μηχανισμό στήριξης της Ελλάδας, σε περίπτωση που αποκοπεί από τις χρηματαγορές. Μια αναφορά που ενισχύεται στις 11 Απριλίου 2010, από το Συμβούλιο Υπουργών της Ευρωζώνης, που αναφέρεται σε συμφωνία για τους όρους χρηματοδοτικής στήριξης που θα δοθεί στην Ελλάδα. Ουσιαστικά, η Ελλάδα είχε πλέον πλήρως αποκοπεί από τις διεθνείς χρηματαγορές. Το μόνο που απέμενε ήταν η οριστικοποίηση των λεπτομερειών του μηχανισμού στήριξης.
Στις 3 Μαϊου 2010, ανακοινώνεται το Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (Μνημόνιο), μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης από τη μία, και της λεγόμενης ‘τρόϊκας’ (Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου) από την άλλη.
Το Μνημόνιο, το οποίο προετοιμαζόταν από εμπειρογνώμονες της ΕΕ και του ΔΝΤ επί εβδομάδες, αποτέλεσε τη βάση για την ενεργοποίηση του μηχανισμού χρηματοδοτικής στήριξης της Ελλάδας. Το Μνημόνιο υποκατέστησε τόσο τον προϋπολογισμό, όσο και το ως τότε ισχύον τριετές πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Το Μνημόνιο ανέφερε συγκεκριμένα δημοσιονομικά, χρηματοπιστωτικά και διαρθρωτικά μέτρα, για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας. Θα αξιολογήσουμε την πολιτική που διέπνεε το Μνημόνιο στη συνέχεια. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι με το Μνημόνιο μπαίνει σε νέα βάση η διεθνής εποπτεία της ελληνικής οικονομίας. Δεν περιορίζεται στην εποπτεία από τις υπηρεσίες της ΕΕ, αλλά για πρώτη φορά αποκτά καθοριστικό ρόλο και το ΔΝΤ.
Ένα μήνα μετά, ανακοινώνεται και η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού για τη Χρηματοοικονομική Σταθερότητα (στον οποίο δεν μετείχε η Ελλάδα), για την αντιμετώπιση παρομοίων προβλημάτων από τις άλλες χώρες της ευρωζώνης.
Η πολιτική που περιελάμβανε το Μνημόνιο αποτελούσε μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση σε σχέση με κάθε άλλη προηγούμενη προσπάθεια μακροοικονομικής προσαρμογής, πριν ή μετά την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ.
Τόσο η πολιτική της περιόδου 1990-94, όσο και η πολιτική των περιόδων 1996-1999 και 2005-2006 ήταν πολιτικές ήπιας προσαρμογής. Βασίστηκαν σε μία σταδιακή μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, οδήγησαν στη σταθεροποίηση του δημοσίου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, αλλά προώθησαν και μέτρα και μεταρρυθμίσεις που ενίσχυαν τη διαδικασία της οικονομικής μέγεθυνσης. Με τον τρόπο αυτό, η δημοσιονομική προσαρμογή συμβάδιζε με την ανάπτυξη, η οποία με τη σειρά της διευκόλυνε τη δημοσιονομική προσαρμογή. Σε αντίθεση, η πολιτική του Μνημονίου ήταν εμπροσθοβαρής αναφορικά με τη δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά αγνοούσε την εξέλιξη της πραγματικής οικονομίας. Η δημοσιονομική προσαρμογή προβλεπόταν να γίνει σε ένα περιβάλλον οικονομικής ύφεσης, η οποία θα γινόταν ακόμη βαθύτερη λόγω της ίδιας της προσαρμογής, κάτι που θα την καθιστούσε ακόμη πιο δυσχερή και κοινωνικά και οικονομικά επώδυνη.
Το οκταετές πρόγραμμα προσαρμογής, όπως αποτυπώθηκε σε τρία διαδοχικά ‘μνημόνια’ με τους πιστωτές της χώρας, οδήγησε στη βαθύτερη και μεγαλύτερη σε διάρκεια ύφεση της ελληνικής οικονομίας σε ειρηνική περίοδο.

Μέσα σε οκτώ χρόνια, υπήρξαν τέσσερεις διαδοχικές κυβερνήσεις, του Γιώργου Παπανδρέου (ΠΑ.ΣΟ.Κ), του πρώην κεντρικού τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμου (συγκυβέρνηση ΠΑ.ΣΟ.Κ, Νέας Δημοκρατίας και Λ.Α.Ο.Σ), του Αντώνη Σαμαρά (συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, ΠΑ.ΣΟ.Κ και, για ένα διάστημα, ΔΗΜ.ΑΡ) και του Αλέξη Τσίπρα (συγκυβέρνηση ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ και ΑΝ.ΕΛ).
Κύριο έργο των κυβερνήσεων αυτών ήταν η εφαρμογή των επιταγών των εκπροσώπων των επίσημων δανειστών της Ελλάδος, οι οποίοι συγκροτούσαν την “τρόϊκα”, η οποία και ανέλαβε την ευθύνη του σχεδιασμού και μεγάλου μέρους της εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής της χώρας.
Μετά το 2012, τα εκλογικά ποσοστά του ΠΑ.ΣΟ.Κ κατέρρευσαν. Το κραταιό κόμμα που κυριάρχησε πολιτικά για σχεδόν τριάντα χρόνια, στις επαναληπτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012 έλαβε μόλις το 12,3% των ψήφων, έναντι του 43,9% που είχε λάβει τον Οκτώβριο του 2009. Δεύτερο κόμμα στις εκλογές του 2012 αναδείχθηκε ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, προς τον οποίο μετακινήθηκε μεγάλο μέρος των κοινωνικών στρωμάτων τα οποία τα προηγούμενα χρόνια στήριζαν το ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Η άνοδος του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ, προϊόν των πολιτικών λιτότητας που συνεπάγονταν τα προγράμματα προσαρμογής, συνεχίσθηκε, και μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, ο Αλέξης Τσίπρας αναδείχθηκε πρωθυπουργός. Η κυβέρνηση Τσίπρα αρχικά επιχείρησε να επαναδιαπραγματευτεί το πρόγραμμα προσαρμογής. Μετά μία αυτοκαταστροφική και αδιέξοδη εξάμηνη διαπραγμάτευση, και μετά ένα δημοψήφισμα το οποίο επιβεβαίωσε την αντίθεση της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού στα προγράμματα προσαρμογής, η κυβέρνηση υπέκυψε στις απαιτήσεις των δανειστών, και υιοθέτησε το τρίτο κατά σειράν πρόγραμμα προσαρμογής.
Συμπερασματικά, η Ελλάδα υπήρξε μια από τις πρώτες οικονομίες της ευρωζώνης που αποσταθεροποιήθηκε από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση και την ύφεση, κατά την περίοδο 2009-10. Λόγω των σημαντικών εξωτερικών ανισορροπιών, οι οποίες επιδεινώθηκαν λόγω της διεθνούς ύφεσης, αλλά και του εκλογικού κύκλου και των εσωτερικών πολιτικών ανταγωνισμών, η Ελλάδα οδηγήθηκε στις αρχές του 2010, επί της νεοεκλεγείσας τον Οκτώβριο του 2009 κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου, σε μια κρίση εμπιστοσύνης, μία «ξαφνική στάση» δανεισμού από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, και σε αναγκαστικό επίσημο δανεισμό από τις άλλες οικονομίες της ΕΕ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
Ο επίσημος δανεισμός δεν έγινε μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), όπως έγινε στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες χώρες που επηρεάστηκαν από την κρίση, και οι οποίες δανείστηκαν από την Κεντρική τους τράπεζα. Λόγω της τότε ερμηνείας του καταστατικού της, θεωρήθηκε τότε ότι η ΕΚΤ δεν έπρεπε να λειτουργήσει ως δανειστής ύστατης προσφυγής για την Ελλάδα και τις άλλες οικονομίες της περιφέρειας. Έτσι δημιουργήθηκε ένα νέο διακυβερνητικό χρηματοδοτικό όργανο της ζώνης του ευρώ, που μετεξελίχθηκε στον σημερινό Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ).
Η παροχή βοήθειας προς την Ελλάδα, και λίγο αργότερα προς την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, συνδέθηκε με πολυετή πρόγραμματα δημοσιονομικής και μακροοικονομικής προσαρμογής, υπαγορευμένα από τους διεθνείς πιστωτές τους, που δεν ήταν άλλοι από τις υπόλοιπες οικονομίες της ζώνης του ευρώ. Τα προγράμματα αυτά, βασιζόμενα σχεδόν αποκλειστικά στη δημοσιονομική συρρίκνωση, αλλά και στην ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, ως το 2015 για την περίπτωση της Ελλάδος, οδήγησαν μεν στην διόρθωση των εξωτερικών ανισορροπιών, αλλά και στη βαθύτερη και μακρύτερη ύφεση που γνώρισε ποτέ η ελληνική οικονομία.