Με την συνεχιζόμενη άνοδο του πληθωρισμού και τον πόλεμο στην Ουκρανία, η παγκόσμια οικονομία φαίνεται να έχει μπει και πάλι σε ένα φαύλο κύκλο. Μετά την διστακτική ανάκαμψη του 2021 και την επιβράδυνση του 2022, το 2023 χαρακτηρίζεται από σημαντικούς οικονομικούς κινδύνους.
Σε μια παγκόσμια οικονομία που έχει ήδη αποδυναμωθεί από την πανδημία του 2020, ο υψηλότερος από τον αναμενόμενο πληθωρισμός σε όλο τον κόσμο –ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες––έχει οδηγήσει σε πιο περιοριστικές χρηματοοικονομικές συνθήκες λόγω της πρόσφατης και συνεχιζόμενης ανόδου των επιτοκίων των Κεντρικών Τραπεζών. Από την άλλη, η επιβράδυνση στην Κίνα είναι χειρότερη από ότι αναμενόταν, λόγω των lockdown που είχαν υιοθετηθεί. Σε όλα αυτά προστίθενται και μία σειρά από αρνητικές συνέπειες από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ιδιαίτερα για την Ευρώπη.
Η πρόσφατη νέα εκτίμηση από το ΔΝΤ προβλέπει επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης στην παγκόσμια οικονομία από 6,0% το 2021 σε 3,2% το 2022 και 2,7% το 2023. Η οικονομία της Ευρωζώνης αναμένεται να αναπτυχθεί μόλις 0,5% το 2023, χωρίς να αποκλείεται και η ύφεση, μία πρόβλεψη που αντικατοπτρίζει τις επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την αυστηρότερη νομισματική πολιτική.
Παράλληλα, ο γεωπολιτικός κατακερματισμός θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά το παγκόσμιο εμπόριο και την παγκόσμια οικονομική συνεργασία οδηγώντας σε ακόμη μεγαλύτερη επιβράδυνση ή και ύφεση.
Ο παγκόσμιος πληθωρισμός έχει αναθεωρηθεί προς τα πάνω λόγω των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας καθώς και των παρατεταμένων ανισορροπιών της παγκόσμιας προσφοράς-ζήτησης. Για το 2022 εκτιμάται στο 7,2% για τις προηγμένες οικονομίες και στο 9,9 τοις εκατό για τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες. Η αποκλιμάκωση για το 2023 αναμένεται να είναι μεγαλύτερη στις αναπτυγμένες οικονομίες, λόγω της ανόδου των επιτοκίων των κεντρικών τους τραπεζών. Για την Ευρωζώνη ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί στο 8,3% το 2022 και να αποκλιμακωθεί στο 5,7% το 2023. Για την Ελλάδα ο πληθωρισμός εκτιμάται στο 9,2% το 2022, πριν αποκλιμακωθεί στο 3,2% το 2023.
Η μεγάλη άνοδος του πληθωρισμού σημαίνει ότι η αντιμετώπιση του θα πρέπει να παραμείνει ως η πρώτη προτεραιότητα για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Η αυστηρότερη νομισματική πολιτική έχει αναπόφευκτα οικονομικό κόστος για την πραγματική οικονομία, αλλά περαιτέρω καθυστέρηση στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού δεν δικαιολογείται.
Η στοχευμένη δημοσιονομική στήριξη θα μπορούσε να βοηθήσει στο να μετριαστεί ο αντίκτυπος στους πιο ευάλωτους, αλλά με τους κρατικούς προϋπολογισμούς να βρίσκονται στο όριο λόγω της πανδημίας και την ανάγκη για μια γενικότερα αντιπληθωριστική στάση της μακροοικονομικής πολιτικής, η στοχευμένη δημοσιονομική στήριξη δεν έχει μεγάλα περιθώρια.
Παρά τις αδυναμίες των προγραμμάτων προσαρμογής, η ελληνική οικονομία έδειχνε να έχει εισέλθει σε μία περίοδο ήπιας ανάκαμψης μετά το 2016.
Μετά και την ολοκλήρωση των προγραμμάτων προσαρμογής το 2018 και τις εκλογές του 2019, η οικονομική πολιτική άρχισε να επικεντρώνεται περισσότερο σε αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις.
Ωστόσο, στις αρχές του 2020 ξέσπασε μια νέα μεγάλη διεθνής κρίση, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού (Covid-19).
Η κρίση της πανδημίας οδήγησε μία πολύ βαθειά ύφεση το 2020, με μείωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 9,0%. Το πραγματικό ΑΕΠ εκτιμάται ότι ανέκαμψε μερικώς (αυξήθηκε κατά 8,3%) το 2021, από το σημαντικά χαμηλότερο επίπεδό του 2020 και κατά η ανάκαμψη συνεχίστηκε και το 2022, όταν το πραγματικό ΑΕΠ εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 5,2%.
Ωστόσο, οι προοπτικές για το 2023 είναι σχετικά δυσοίωνες, λόγω της μεγαλύτερης από τον μέσο όρο αύξησης του πληθωρισμού, των στενών περιθωρίων του κρατικού προϋπολογισμού και της σημαντικής επιδείνωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να παραμείνει στο επίπεδο του 6,5% του ΑΕΠ για την διετία 2022-2023, παρά την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας.
Για μία χώρα με τόσο μεγάλο εξωτερικό χρέος η δυσμενής εξέλιξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι εξαιρετικά ανησυχητική εξέλιξη.
Υποδεικνύει ότι τα σημαντικά προβλήματα χαμηλής διεθνούς ανταγωνιστικότητας που διαχρονικά χαρακτήριζαν την ελληνική οικονομία δεν έχουν αντιμετωπιστεί, παρά τα προγράμματα προσαρμογής της τελευταίας δεκαετίας.
Οι μεσοχρόνιες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα πάντα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ, δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ευοίωνες.
Για την πενταετία 2023-2027 προβλέπεται ένας μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ 1,8%, μικρή αποκλιμάκωση της ανεργίας, από 12,2% του εργατικού δυναμικού το 2023 στο 10,4% το 2027, μέσος πληθωρισμός 2,0% περίπου, μικρή βελτίωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, από 6,3% του ΑΕΠ το 2023 σε 3,9% το 2027 και μέσο κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους (επιτόκιο) 1,7%.
Οι προβλέψεις για το ρυθμό μεγέθυνσης και την αποκλιμάκωση της ανεργίας είναι μάλλον απογοητευτικές, όπως και οι προβλέψεις για την εξέλιξη του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Είναι συνεπώς επιτακτική ανάγκη να υπάρξει προσπάθεια για ταχύτερη ανάκαμψη και μεγαλύτερη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με αυτές τις προβλέψεις.

Πηγή: ΔΝΤ. Τα στοιχεία για την περίοδο 2022-2027 αποτελούν εκτιμήσεις και προβλέψεις
Προκειμένου να επιτευχθεί ταχύτερη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας απαιτούνται μια σειρά από πρωτοβουλίες και μεταρρυθμίσεις
- Πιο έντονες προσπάθειες για μείωση της ανεργίας
- Αύξηση της συμμετοχής του πληθυσμού, ιδιαίτερα των νέων και των γυναικών, στο εργατικό δυναμικό
- Αντιστροφή της μετανάστευσης εξειδικευμένων νέων Ελλήνων στο εξωτερικό
- Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της έρευνας και καινοτομίας.
- Σταδιακή αντιστροφή των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων.
Απαιτούνται επιπλέον μεταρρυθμίσεις και σε επίπεδο ευρωζώνης, σημαντική αύξηση του κοινοτικού προϋπολογισμού και ενίσχυση του ρόλου της ΕΚΤ ως δανειστή ύστατης προσφυγής σε περιόδους κρίσεων.
Η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να επιδιώκει τη στενότερη οικονομική συνεργασία στα πλαίσια της αλληλεγγύης μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να αντιμετωπισθούν οι αδυναμίες της ευρωζώνης ως νομισματικής ένωσης.