Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (12 Δεκεμβρίου 1792 – 31 Ιανουαρίου 1828) ήταν γόνος Φαναριώτικης οικογένειας, και διακρίθηκε ως αξιωματικός του Ρωσικού Στρατού που έφθασε ως τον βαθμό του Υποστράτηγου. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας, και της Ελισάβετ Βακαρέσκου.
Το 1810 κατατάχτηκε με τον βαθμό του ανθυπίλαρχου (ανθυπολοχαγός του Ιππικού) στο σώμα των εφίππων σωματοφυλάκων του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄ της Ρωσίας. Διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα, όπου στη μάχη της Δρέσδης (27 Αυγούστου 1813) έχασε το δεξί του χέρι. Το 1814-1815 συμμετείχε και αυτός ως μέλος της αυτοκρατορικής ακολουθίας στο Συνέδριο της Βιέννης με το βαθμό του υποστρατήγου.
Το 1820 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον Εμμανουήλ Ξάνθο και ανέλαβε αρχηγός της (Γενικός Επίτροπος). Κατά την οργάνωση του σχεδίου από τον Υψηλάντη, η Επανάσταση θα ξεκινούσε από την Πελοπόννησο. Στην απόφαση αυτή συνέβαλαν όχι τόσο οι αβάσιμες υποσχέσεις κάποιων θερμόαιμων και υπεραισιόδοξων Φιλικών, όσο η πεποίθηση του ίδιου ότι οι τότε περιστάσεις ήταν οι πλέον ευνοϊκές.
Ως ημέρα έναρξης της επανάστασης ορίστηκε η 25η Μαρτίου 1821. Είχε μάλιστα επιλεγεί ακριβώς επειδή είναι η ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Ωστόσο, στις 22 Φεβρουαρίου του 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διέβη τον ποταμό Προύθο και εισέβαλε στη Μολδοβλαχία, καθώς υπήρξαν υπόνοιες ότι τα επαναστατικά σχέδια είχαν διαρρεύσει. Ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και συγκεκριμένα στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας στις 24 Φεβρουαρίου, εκδίδοντας επαναστατική προκήρυξη με τον τίτλο Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος. Η επιλογή της Μολδαβίας και της Βλαχίας θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στο γεγονός ότι στις περιοχές αυτές απαγορευόταν η παραμονή του Τουρκικού στρατού, ενώ από το 1709 οι τοπικοί άρχοντες ήταν Έλληνες Φαναριώτες.
Τον επόμενο μήνα ξεσηκώθηκε η Πελοπόννησος και αμέσως μετά δημιουργήθηκαν επαναστατικές εστίες από τη Μακεδονία ως την Κρήτη. Οι επαναστάτες αφορίστηκαν από τη Σύνοδο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, ενώ οι οθωμανικές αρχές προχώρησαν σε σφαγές αμάχων και εκτελέσεις προυχόντων, συμπεριλαμβανομένου και του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄.
Η εκστρατεία του Υψηλάντη απέτυχε καθώς ο στρατός του, ο Ιερός Λόχος, καταστράφηκε στη μάχη του Δραγατσανίου στις 7 Ιουνίου 1821 και υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα. Σε σύντομο χρονικό διάστημα τα οθωμανικά στρατεύματα έσβησαν τις περισσότερες από τις επαναστατικές εστίες της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Ο Υψηλάντης παραδόθηκε στους Αυστριακούς, φυλακίστηκε και απελευθερώθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1827. Η κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεψε έκτοτε να βοηθήσει το επαναστατημένο έθνος. Δύο μήνες μετά την αποφυλάκισή του, στις 31 Ιανουαρίου 1828, πέθανε στη Βιέννη.
Ωστόσο, οι επαναστάτες κατάφεραν να υπερισχύσουν στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα και σε πολλά νησιά του Αιγαίου, καθώς αρχικά οι Οθωμανοί ασχολούνταν και με την κατάπνιξη της στάσης του Αλή Πασά στην Ήπειρο.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η οργανωτική και υλικοτεχνική προετοιμασία της Επανάστασης, δηλαδή η στρατιωτική κινητοποίηση και ο εφοδιασμός των επαναστατημένων Ελλήνων με τα αναγκαία πολεμοφόδια και τρόφιμα χαρακτηρίστηκαν από πολύ πρόχειρες μέχρι ανύπαρκτες. Όλοι σχεδόν οι ιστορικοί και ιστοριογράφοι της εποχής εκείνης απορούν πώς πέτυχε η επανάσταση, όταν η κινητοποίηση και η συγκέντρωση του υλικού οφειλόταν κυρίως σε ατομικές και τοπικές πρωτοβουλίες, σπασμωδικές και ασυντόνιστες.