H λήξη του εμφυλίου πολέμου σηματοδότησε μία νέα περίοδο για την ελληνική οικονομία, αφού εξέλιπε πλέον ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια για την επίτευξη της νομισματικής σταθεροποίησης και της παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας. Παρά το ότι για αρκετά ακόμη χρόνια η πολιτική κατάσταση παρέμεινε ασταθής, άρχισαν να δημιουργούνται οι συνθήκες για μία από τις μακρύτερες περιόδους ταχείας οικονομικής ανάπτυξης και νομισματικής σταθερότητας που γνώρισε η νεότερη Ελλάδα. Επρόκειτο για ένα πραγματικό οικονομικό ‘θαύμα’.

Στα είκοσι πέντε έτη μεταξύ 1948 και 1973, το βιοτικό επίπεδο, όπως μετριέται από το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αυξήθηκε σχεδόν έξι φορές. Για να είμαστε πιο ακριβείς, αυξήθηκε κατά 5,7 φορές, από 2.138 ευρώ (σε τιμές 2015) το 1948, σε 12.235 ευρώ το 1973. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις πραγματοποιήθηκαν στην εικοσαετία 1953-1973 (βλ. σχετικό γράφημα).

Η Εξέλιξη του Πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ, 1948-2019

Οι βάσεις για την εντυπωσιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας στην εικοσαετία 1953-1973 τέθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Αν δεν υπήρχαν ορισμένες κρίσιμες αποφάσεις και επιλογές στην περίοδο 1951-1953, και αν η μετέπειτα οικονομική πολιτική δεν χαρακτηριζόταν από συνέχεια και συνέπεια, η πορεία της ελληνικής οικονομίας ασφαλώς δεν θα ήταν τόσο θετική.

Το Πολιτικό Σύστημα μετά το Τέλος του Εμφυλίου Πολέμου

Η περίοδος μεταξύ της λήξης του εμφυλίου και της μεταπολίτευσης του 1974 χαρακτηρίστηκε από εναλλαγές πολιτικής αστάθειας και σταθερότητας και την επταετή δικτατορία του 1967.

Ο εμφύλιος πόλεμος έληξε επί της κυβέρνησης του Αλέξανδρου Διομήδη, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, μετά τον θάνατο του τελευταίου τον Ιούνιο του 1949.

Το τέλος του εμφυλίου επέτρεψε στα υπόλοιπα ‘αστικά’ κόμματα να δομήσουν ένα κράτος βασισμένο στην περιθωριοποίηση των ηττημένων, δηλαδή των οπαδών του ΚΚΕ και της αριστεράς ευρύτερα. Μέσα στα πλαίσια αυτά, μία σημαντική μερίδα ελλήνων πολιτών, αυτή που θεωρούνταν ως κομμουνιστές ή ‘συνοδοιπόροι’ των κομμουνιστών, στερήθηκε στοιχειώδη πολιτικά δικαιώματα, καθώς το ‘πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων’ χρησιμοποιήθηκε ως πιστοποιητικό ‘κοινωνικού αποκλεισμού’, προκειμένου να αποκλειστούν από τη δημόσια διοίκηση και τις ανώτατες σχολές, ακόμη και από τη δυνατότητα απόκτησης διαβατηρίου ώστε να ταξιδέψουν στο εξωτερικό. Η σταδιακή κλιμάκωση του Ψυχρού Πολέμου διευκόλυνε αυτές τις πρακτικές, οι οποίες οδήγησαν και σε εκκαθαρίσεις στην αστυνομία, τη χωροφυλακή, το στρατό και τη δικαιοσύνη.

Από την άλλη, τα ‘αστικά’ πολιτικά κόμματα ήταν πολυδιασπασμένα. Αυτό αποτυπώθηκε στις εκλογές της 5ης Μαρτίου του 1950, όταν τρία κόμματα, το Λαϊκό Κόμμα υπό τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη (18,8% των ψήφων), το Κόμμα των Φιλελευθέρων υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο (17,2% των ψήφων) και η Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντρου (ΕΠΕΚ) υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα (16,4% των ψήφων) σχεδόν ισοψήφησαν. Η αριστερά, η οποία κατήλθε στις εκλογές ως Δημοκρατική Παράταξη ήλθε πέμπτη, με μόλις 9,7% των ψήφων.

Πρώτα Σχέδια Οικονομικής Ανάπτυξης, 1948-1952

Μεταξύ των ετών 1947 και 1952 καταρτίστηκαν τα πρώτα προγράμματα οικονομικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης. Η εφαρμογή τους ήταν μερική και η επιτυχία τους ανάλογη. Εκτός από διάφορες μελέτες του Τεχνικού Επιμελητηρίου, του Οργανισμού Ανασυγκρότησης, της UNRRA και διαφόρων ανεξάρτητων επιστημονικών ομάδων, μέχρι το 1948 δεν υπήρχε μακροπρόθεσμο σχέδιο για την στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας.

Ένα προσχέδιο για την εκμετάλλευση του σχεδίου Marshall, που είχε εκπονήσει μία κυβερνητική επιτροπή υπό τον Αλέξανδρο Διομήδη, έδινε έμφαση στην εκτέλεση εγγειοβελτιωτικών, συγκοινωνιακών και υδροηλεκτρικών έργων, καθώς και στη δημιουργία σιδηροβιομηχανίας. Την Επιτροπή Διομήδη διαδέχθηκε το Ανώτατο Συμβούλιο Ανασυγκρότησης, που εκπόνησε το Προσωρινόν Μακροπρόθεσμον Πρόγραμμα Οικονομικής Ανορθώσεως της Ελλάδος, 1948-1952. Το πρόγραμμα υποβλήθηκε στον Οργανισμό Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (ΟΕΟΣ), πρόδρομο του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στο Παρίσι, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί από την αμερικανική βοήθεια (Σχέδιο Marshall) κατά το μεγαλύτερο μέρος.

Στο τέλος του 1952, το πρόγραμμα προέβλεπε αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής σε επίπεδο υπερδιπλάσιο του προπολεμικού επιπέδου και αύξηση κατά 20% της γεωργικής παραγωγής. Το πρόγραμμα αυτό, όπως και ένα ακόμη πρόγραμμα του 1952, σε μικρό μόνο μέρος ακολουθήθηκαν ως προς τους ποσοτικούς τους στόχους. Οι αποκλίσεις οφείλονταν στο ότι η αμερικανική βοήθεια ήταν μικρότερη από τις προβλέψεις, αλλά και στο ότι οι στόχοι που είχαν τεθεί ήταν αρκετά φιλόδοξοι, δεδομένων των υφισταμένων οργανωτικών, διοικητικών και χρηματοδοτικών περιορισμών.

Αυτό που έχει μεγάλη σημασία δεν είναι τόσο οι ποσοτικοί στόχοι, όσο η γενική κατεύθυνση αυτών των προγραμμάτων, που σε μεγάλο βαθμό είχε επηρεασθεί και από τις εκθέσεις του FAO (Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών, Νοέμβριος 1946) και της επιτροπής Porter (Αποστολή από το Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών, Ιανουάριος-Μάρτιος 1947).

Δημοσιονομική και Νομισματική Σταθεροποίηση, 1951-1952

Από τα τέλη του 1951 η νομισματική πολιτική άρχισε να γίνεται έντονα περιοριστική. Ο περιορισμός της ξένης βοήθειας οδήγησε σε σημαντική μείωση της νομισματικής επέκτασης, αλλά και σε περαιτέρω μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Οι πιστωτικοί περιορισμοί έγιναν πιο σφικτοί, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση άρχισε να καταργεί αρκετούς από τους υπόλοιπους διοικητικούς περιορισμούς στη λειτουργία των αγορών.

Κατευθυντήρια γραμμή της νέας πιστωτικής πολιτικής ήταν η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή των εμπορικών τραπεζών στη χρηματοδότηση των παραγωγικών τομέων της οικονομίας, ώστε να ελαττωθεί η έκδοση χαρτονομίσματος.

Η μείωση του ρυθμού της νομισματικής επέκτασης οδήγησε σε μεγάλη πτώση του πληθωρισμού το 1952, καθώς συνέπεσε και με μεγάλη αύξηση της παραγωγής ορισμένων αγροτικών προϊόντων και τη μείωση των αποθεμάτων, καθώς και με τις πτωτικές τάσεις των διεθνών τιμών, μετά το τέλος του πολέμου της Κορέας. Οι πληθωριστικές προσδοκίες αποκλιμακώθηκαν γρήγορα, κάτι που είχε άμεση αντανάκλαση και στην αγορά χρυσών λιρών.

Ήδη από τα τέλη Φεβρουαρίου του 1952, η προσφορά και ζήτηση χρυσών λιρών είχαν εξισωθεί. Στη διάρκεια ενός μόνο μήνα, η τιμή της λίρας έπεσε κατά 20% περίπου, από τις 226.500 στις 180.000 δραχμές. Η περιοριστική νομισματική πολιτική της περιόδου 1951-52 είχε ως συνέπεια, από τη μια την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, και από την άλλη, συνέβαλε τα μέγιστα στην αποκλιμάκωση των πληθωριστικών προσδοκιών και της πληθωριστικής διαδικασίας γενικότερα.

Ωστόσο, η οικονομική βελτίωση, που είχε συντελεσθεί, δεν ήταν επαρκής. Παρέμεναν σημαντικές στρεβλώσεις στο σύστημα τιμών από τις επιδοτήσεις και τους αγορανομικούς και άλλους διοικητικούς ελέγχους. Επιπλέον, η μεγάλη διαφορά πληθωρισμού μεταξύ της Ελλάδας και των εμπορικών της εταίρων, στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει από τις υποτιμήσεις του 1949 και του 1951, είχε προκαλέσει σημαντική απώλεια ανταγωνιστικότητας. Η μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας με τη σειρά της απαιτούσε τη διατήρηση σημαντικών ελέγχων στις διεθνείς συναλλαγές, εμποδίζοντας παράλληλα την ανάκαμψη της εγχώριας παραγωγής.

Από τις Κυβερνήσεις του Κέντρου στον Παπάγο

Μετά από μία σειρά βραχύβιων κυβερνήσεων συνασπισμού με εναλλαγές στην πρωθυπουργία των Βενιζέλου και Πλαστήρα, στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου του 1952 πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο Αλέξανδρος Παπάγος, ιδρυτής ενός νέου κόμματος, του Ελληνικού Συναγερμού, το οποίο, με 49,2% των ψήφων, λόγω του πλειοψηφικού συστήματος που υιοθετήθηκε, πέτυχε μία από τις μεγαλύτερες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.

Επί 300 εδρών έλαβε 247, το 82,33% των εδρών. Ο συνασπισμός του Κόμματος των Φιλελευθέρων με την ΕΠΕΚ, έλαβε 34,2% των ψήφων, αλλά μόλις 51 έδρες. Η Ελληνική Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) και το Λαϊκό Κόμμα έμειναν εκτός κοινοβουλίου.

Λόγω της πολιτικής αστάθειας που είχε προηγηθεί, στις εκλογές του 1952 ο Παπάγος είχε την υποστήριξη του Αμερικανικού παράγοντα αλλά κυρίως του Τύπου. Λόγω της ακυβερνησίας και της συχνής εναλλαγής κυβερνήσεων τα προηγούμενα χρόνια, υποστηρίχθηκε ακόμα και από εφημερίδες του φιλελεύθερου κεντρώου χώρου. Εναντίον της καθόδου του Παπάγου στη πολιτική ήταν ο Βασιλεύς, ο οποίος κατά τα φαινόμενα δεν τον εμπιστευόταν.

Ο Παπάγος ορκίστηκε Πρωθυπουργός στις 19 Νοεμβρίου 1952 και παρέμεινε στη θέση αυτή έως τον θάνατό του στις 4 Οκτωβρίου 1955, μετά από σύντομη ασθένεια. Η κυβέρνηση Παπάγου σηματοδότησε την απαρχή μιας περιόδου σχετικής πολιτικής σταθερότητας.

Υποτίμηση και Νομισματική Μεταρρύθμιση, 1953-1954

Μία από τις σημαντικότερες αποφάσεις οικονομικής πολιτικής που ελήφθησαν στην αρχή της περιόδου μετά τον εμφύλιο, ήταν η απόφαση για εκ νέου υποτίμηση της δραχμής και μία ακόμη νομισματική μεταρρύθμιση.

Στις 9 Απριλίου 1953, η κυβέρνηση Παπάγου που προέκυψε από τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1952, προχώρησε σε υποτίμηση της δραχμής κατά 50%. Προηγήθηκε εισήγηση του Υπουργού Συντονισμού Σπύρου Μαρκεζίνη, και η σύμφωνη γνώμη της Νομισματικής Επιτροπής, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της κυβέρνησης των ΗΠΑ, που έδινε την εξωτερική βοήθεια. Η τιμή του δολαρίου αναπροσαρμόσθηκε από τις 15.000 στις 30.000 δραχμές, με ανάλογες αυξήσεις για τα άλλα νομίσματα.

Η επιλογή αυτή ήταν κρίσιμη διότι επέτρεψε τη μετέπειτα επιδίωξη και διατήρηση νομισματικής σταθερότητας σε συνθήκες υψηλής διεθνούς ανταγωνιστικότητας για τα ελληνικά προϊόντα. Συνδυάστηκε με την ευρεία απελευθέρωση του ελληνικού διεθνούς εμπορίου και των αγορών γενικότερα, με την αξιόπιστη σύνδεση της δραχμής με το δολάριο στα πλαίσια του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods, με την περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση και με περιοριστική νομισματική και πιστωτική πολιτική.

Επιπλέον, η υποτίμηση ήταν κάπως μεγαλύτερη από ό,τι χρειαζόταν για την αποκατάσταση της ισοδυναμίας της αγοραστικής δύναμης της δραχμής. Αυτό επέτρεψε την απορρόφηση, χωρίς ιδιαίτερες συνέπειες για τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, των πληθωριστικών πιέσεων που αναπόφευκτα δημιουργεί μία υποτίμηση, λόγω της συνακόλουθης αύξησης των μισθών και των τιμών των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών.

Σημαντικό ρόλο στην αποδυνάμωση των πληθωριστικών προσδοκιών φαίνεται να έπαιξε και η νομισματική μεταρρύθμιση του Μαΐου του 1954, όταν ορίσθηκε η νέα δραχμή, που ισοδυναμούσε με 1.000 παλαιές. Η απόφαση να περικοπούν τρία μηδενικά από όλες τις νομισματικές αξίες σηματοδότησε τη νέα εποχή του χαμηλού πληθωρισμού και της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στη δραχμή.

Η Έκθεση Βαρβαρέσου και το Πρόγραμμα του 1953

Στις αρχές του 1952, η τότε κυβέρνηση είχε αναθέσει στον Κυριάκο Βαρβαρέσο, πρώην Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, την εκπόνηση έκθεσης σχετικά με το πρόβλημα της οικονομικής ανόρθωσης της χώρας. Η έκθεση Βαρβαρέσου εξέφραζε απαισιοδοξία για το κατά πόσον η οικονομική ανάπτυξη θα μπορούσε να προέλθει από τη μεταποίηση και τις υπηρεσίες. Επεσήμανε ότι ως στόχος της οικονομικής ανόρθωσης της χώρας θα έπρεπε να τεθεί η ανάπτυξη της γεωργίας, διατηρώντας έτσι την προπολεμική οικονομική ισορροπία. Θεωρούσε ως ανέφικτο το στόχο της εκβιομηχάνισης αφού βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, όπως η στενότητα πρώτων υλών, κεφαλαίων και υποδομών, θα λειτουργούσαν ως τροχοπέδη στην αναπτυξιακή διαδικασία.

Η έκθεση Βαρβαρέσου δεν υιοθετήθηκε εν τέλει. Αντίθετα, το 1953, μετά την υποτίμηση, υιοθετήθηκε ένα πιο ρεαλιστικό μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, βασισμένο στα έργα υποδομής που μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν με βάση τους υπάρχοντες πόρους. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην παραγωγή ενέργειας και στα εγγειοβελτιωτικά έργα. Επίσης, ορίσθηκε ως προτεραιότητα η προώθηση βιομηχανιών που θα βασίζονταν στην εκμετάλλευση των εγχώριων πρώτων υλών, καθώς και η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων.

Για τον τελευταίο αυτό στόχο καθιερώθηκε ειδικό νομοθετικό καθεστώς, ο νόμος 2687 της 31ης Οκτωβρίου 1953, Περί Επενδύσεων και Προστασίας Κεφαλαίων Εξωτερικού. Ο νόμος αυτός, ο οποίος αποτέλεσε βασικό στοιχείο του αναπτυξιακού οπλοστασίου, παρείχε πλήρη και συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία στα κεφάλαια από το εξωτερικό. Με βάση το νόμο αυτό, στη δεκαετία 1957-1966 εισήχθησαν στην Ελλάδα περίπου $500 εκ., που επενδύθηκαν στους τομείς της επεξεργασίας μετάλλου (Αλουμίνιο της Ελλάδος και Ανώνυμη Ελληνική Εταιρία Χάλυβος κ.α.), στη ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία (Ελληνικά Ναυπηγεία, Ναυπηγεία Λάτση, Ναυπηγεία Ελευσίνος), στις αερομεταφορές (Ολυμπιακή Αεροπορία), σε χημικές βιομηχανίες (Ανώνυμος Ελληνική Πετροχημική Βιομηχανία, Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων, Χημικαί Βιομηχανίαι Βορείου Ελλάδος, ΕΘΥΛ Ελλάς), σε διϋλιστήρια πετρελαίου (ESSO) και στη βιομηχανία τσιμέντου (Α.Γ.Ε.Τ.).

Σημαντικό ρόλο στην προώθηση των επενδύσεων έπαιξε επίσης ο νόμος 3323/1955, που καθιέρωσε το φόρο εισοδήματος και θέσπισε ειδικά φορολογικά κίνητρα για τα μη διανεμόμενα κέρδη των επιχειρήσεων.
Προκειμένου να υποβοηθηθεί η προσέλκυση ξένων επενδύσεων, η κυβέρνηση άρχισε προσπάθειες διακανονισμού του εξωτερικού δημόσιου χρέους, ενώ προχώρησε και σε διακρατικές συμφωνίες για την προμήθεια κεφαλαιακού εξοπλισμού.

Η Οκταετία Καραμανλή, 1955-1963

Στις 5 Οκτωβρίου του 1955, μετά τον θάνατο του Παπάγου, ο βασιλιάς Παύλος Α΄ , προκαλώντας γενική έκπληξη, ανέθεσε την εντολή σχηματισμού νέας κυβέρνησης από το κόμμα της πλειοψηφίας στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον ηλικίας 48 ετών σχετικά άγνωστο Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών, αγνοώντας τους δύο αντιπροέδρους της κυβέρνησης Στέφανο Στεφανόπουλο και Παναγιώτη Κανελλόπουλο.

Έτσι, ο Καραμανλής έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός σχηματίζοντας κυβέρνηση και εξασφαλίζοντας λίγο αργότερα κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις εκλογές του 1956, οπότε σχημάτισε νέα κυβέρνηση. Σε αυτές τις εκλογές επανίδρυσε το κόμμα του Συναγερμού με το νέο όνομα Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις (Ε.Ρ.Ε.) και με αυτό κέρδισε την πρώτη του κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1956

Ο Καραμανλής παρέμεινε πρωθυπουργός για σχεδόν μία οκταετία, έχοντας κερδίσει εκλογές και το 1958 και το 1961. Παραιτήθηκε στις 19 Ιουνίου του 1963 μετά από διαφωνία του με τον Βασιλέα Παύλο Α΄.

Η οκταετία Καραμανλή συνδέθηκε με την αποκατάσταση της πολιτικής, δημοσιονομικής και νομισματικής σταθερότητας και την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.

Οικονομική Στρατηγική των Κυβερνήσεων Καραμανλή, 1955-1963

Από το 1951 έως το 1955 οι κυβερνήσεις του Κέντρου και του Συναγερμού είχαν επιτύχει τη σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών, εν όψει της περικοπής της αμερικανικής βοήθειας και τη νομισματική σταθεροποίηση μετά την υποτίμηση της δραχμής του 1953 και την νομισματική μεταρρύθμιση του 1954.

Η στρατηγική των κυβερνήσεων Καραμανλή για την ανάπτυξη βασίστηκε στο δόγμα της πολιτικής, δημοσιονομικής και νομισματικής σταθερότητας.

Η ελληνική οικονομία έπρεπε να κινηθεί σε πλαίσιο σταθερότητας, χωρίς πληθωρισμό και ελλείμματα του δημόσιου τομέα, να αυξήσει την παραγωγικότητά της και να αναζητήσει κεφάλαια για μεγάλα επενδυτικά σχέδια.

Οι αμοιβές θα κινούνταν αυξητικά, αλλά ο ρυθμός της αύξησης των μισθών και των ημερομισθίων δεν θα υπερέβαινε αλλά θα υπολειπόταν κατά τι του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας, ώστε να δημιουργούνται τα αναγκαία κίνητρα για επενδύσεις.

Το κράτος θα έπαιζε παρεμβατικό ρόλο, έχοντας στη διάθεσή του ποικίλα μέσα. Έχοντας υπό τον έλεγχό του το μεγαλύτερο μέρος του τραπεζικού συστήματος, θα ρύθμιζε με νομισματικά αλλά και πιστωτικά μέτρα τη ροή των αποταμιεύσεων ώστε να χρηματοδοτούνται επενδύσεις στις υποδομές και τη μεταποίηση. Επιπλέον, θα αναζητούσε ξένους επενδυτές, στους οποίους θα παρείχε ευνοϊκούς όρους, ενώ σε περιπτώσεις απροθυμίας θα αναλάμβανε το ίδιο τη σύσταση βασικών βιομηχανιών.

Έως το 1963 το ελληνικό οικονομικό τοπίο είχε μεταβληθεί και η Ελλάδα είχε εξελιχτεί σε μία ταχέως αναπτυσσόμενη χώρα

Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν δεν ανέστρεψαν, αν και προσάρμοσαν σε ορισμένα σημεία αυτή τη στρατηγική.

Το Πενταετές Πρόγραμμα του 1960 και η Συμφωνία Σύνδεσης με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες

Οι κατευθύνσεις του προγράμματος του 1953 ακολουθήθηκαν και μετά το 1955, από τις διαδοχικές κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που διαδέχθηκε τον Παπάγο.

Ο Καραμανλής έδωσε μεγάλη έμφαση στις επενδύσεις υποδομής και ιδιαίτερα στη βελτίωση του οδικού δικτύου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 εξαγγέλθηκε το νέο Πενταετές Πρόγραμμα Οικονομικής Αναπτύξεως της Χώρας, 1960-1964, και ακολούθησε αργότερα σειρά άλλων προγραμμάτων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το Πενταετές του 1960 για πρώτη φορά έθεσε ως στόχο την ενεργότερη συμμετοχή της χώρας στη διαδικασία ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας. Το 1957 είχε υπογραφεί στη Ρώμη η Συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ).

Το 1961, η Ελλάδα έθεσε τις βάσεις της συμμετοχής της σε αυτήν, με την υπογραφή στην Αθήνα της συμφωνίας τελωνειακής ένωσης της χώρας με τις χώρες της ΕΟΚ.

Οι Κυβερνήσεις της Ένωσης Κέντρου

Στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963, η Ένωσις Κέντρου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου απέσπασε τη σχετική πλειοψηφία. Ο Παπανδρέου έλαβε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, και ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, με τη σύμπραξη της ΕΔΑ. Ωστόσο, καθώς δεν επιθυμούσε να στηρίζεται στις ψήφους της αριστεράς, παραιτήθηκε, αφού είχε προχωρήσει σε κάποιες παροχές, ζητώντας την προκήρυξη νέων εκλογών. Στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964 απέσπασε την απόλυτη πλειοψηφία με 52,7% και 170 έδρες στο Κοινοβούλιο.

Οι κυβερνήσεις Παπανδρέου προχώρησαν σε μέτρα πολιτικής φιλελευθεροποίησης, αναδιανομής του εισοδημάτος προς όφελος των μισθωτών και στη θέσπιση της δωρεάν Παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Δεν μετέβαλλαν όμως τις βασικές κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής.

Ο Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου και ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος Β΄στη δεκαετία του 1960

Ο Παπανδρέου παρέμεινε ως Πρωθυπουργός έως τις 15 Ιουλίου 1965, όταν παραιτήθηκε μετά από σύγκρουση με τον νέο Βασιλέα, Κωνσταντίνο Β΄. Μετά την παραίτησή του ακολούθησε ο διορισμός από τον Κωνσταντίνο, διαδοχικών πρωθυπουργών από την ίδια την Ένωση Κέντρου, για να τον αντικαταστήσει. Τα στελέχη αυτά καθώς και οι υποστηρικτές τους αποκλήθηκαν αποστάτες. Ακολούθησε μία διετής περίοδος πολιτικών συγκρούσεων και αστάθειας, που τελικά διευκόλυνε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.

Το Πραξικόπημα του 1967 και η Επταετής Δικτατορία

Στις 21 Απριλίου 1967, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, αξιωματικοί του στρατού υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα καταλύοντας τη δημοκρατία. Από το 1967 ως το 1974 η Ελλάδα κυβερνήθηκε από στρατιωτική δικτατορία. Η περίοδος της δικτατορικής διακυβέρνησης διήρκησε μέχρι τις 23 Ιουλίου 1974, δηλαδή επτά χρόνια.

Στη διάρκεια της επταετίας σχηματίστηκαν τέσσερις δικτατορικές κυβερνήσεις: η Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Κόλλια 1967, η Κυβέρνηση Γεωργίου Παπαδόπουλου 1967, η Κυβέρνηση Σπύρου Μαρκεζίνη 1973 και η Κυβέρνηση Αδαμαντίου Ανδρουτσόπουλου 1973.

Μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973 και τη βίαιη καταστολή της, ένα νέο πραξικόπημα υπό τον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο, ισχυρό άνδρα του καθεστώτος έως τότε. Το καθεστώς του Ιωαννίδη “κατέρρευσε” στις 24 Ιουλίου του 1974 κάτω από το βάρος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, μετά από πραξικόπημα που είχε ανατρέψει τον Πρόεδρο της Κύπρου Μακάριο. Η κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου, που είχε αναλάβει μετά το πραξικόπημα του Ιωαννίδη, υπό την πίεση της επαπειλούμενης πολεμικής σύρραξης με την Τουρκία ουσιαστικά εγκατέλειψε την εξουσία το πρωί της 23ης Ιουλίου 1974.

Με πρωτοβουλία του ‘Προέδρου της Δημοκρατίας’ του καθεστώτος Φαίδωνα Γκιζίκη και των Αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων, μετά από σύσκεψη με πολιτικούς της προδικτατορικής περιόδου και άλλους παράγοντες της δημόσιας ζωής, προσεκλήθη ο Κωνσταντίνος Καραμανλής να αναλάβει ως Πρωθυπουργός το σχηματισμό νέας Κυβέρνησης.

Η Στρατηγική της Οικονομικής Ανάπτυξης, 1953-1973

Η περίοδος 1953-1973 ήταν και μία από τις σπάνιες περιόδους που η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδος δεν βασίστηκε στον εξωτερικό δανεισμό και δεν διακόπηκε από κρίσεις εξωτερικού χρέους. Η χρηματοδότηση των επενδύσεων έγινε μέσω της αύξησης των εγχώριων αποταμιεύσεων. Αυτό επέτρεψε μία μακρά περίοδο ταχείας οικονομικής ανάπτυξης χωρίς προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών και το εξωτερικό χρέος. Βεβαίως το εμπορικό ισοζύγιο παρέμενε έντονα ελλειμματικό, παρά τη βιομηχανική ανάπτυξη που βασίστηκε κυρίως στην υποκατάσταση των εισαγωγών. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο προσδιορίζει τη συσσώρευση εξωτερικού χρέους, ήταν σχετικά χαμηλό. Ο λόγος ήταν τα εξωτερικά πλεονάσματα από τη ναυτιλία και τον τουρισμό, καθώς και τα μεταναστευτικά εμβάσματα. Η δε χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δεν έγινε με εξωτερικό δανεισμό, όπως στο παρελθόν, αλλά με άμεσες ξένες επενδύσεις και αυτόνομες εισροές κεφαλαίου από το εξωτερικό.

Οι παράγοντες που επηρέασαν την εξέλιξη αυτή ήταν πολλοί. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι διεθνείς πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί που δημιουργήθηκαν μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Θεσμοί που δεν απέτρεψαν μεν τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά περιόρισαν τις συνέπειές του και οδήγησαν σε στενή πολιτική και οικονομική συνεργασία των οικονομιών της Δυτικής Ευρώπης, της Ιαπωνίας και άλλων οικονομιών της νοτιοανατολικής Ασίας, όπως η Κορέα, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Ο ΟΗΕ, το σύστημα του Bretton Woods, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες αποτέλεσαν τους κυριότερους από αυτούς τους θεσμούς. Προώθησαν την πολιτική, αμυντική και οικονομική συνεργασία μεταξύ των χωρών του Δυτικού κόσμου, περιόρισαν τις επιπτώσεις του Ψυχρού Πολέμου, και εμπέδωσαν την ειρήνη και το ελεύθερο εμπόριο.

Επίσης, κρίσιμο ρόλο έπαιξε το μετεμφυλιακό πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς της Ελλάδας και ο ρόλος που διαδραμάτισε στην ενθάρρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων. Τα χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής ήταν επίσης η προώθηση των δημοσίων επενδύσεων υποδομής, η μακρά ειρηνική περίοδος, το θετικό διεθνές οικονομικό περιβάλλον και ιδιαίτερα η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου και η πτωτική τάση των σχετικών τιμών των πρώτων υλών. Τέλος, υπήρξε σχετικά ελεύθερη λειτουργία των αγορών και βελτίωση της αποτελεσματικότητας της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.

Νομισματική Σταθερότητα

Η δραχμή, μετά την υποτίμηση του 1953 και τη νομισματική μεταρρύθμιση του 1954, συνδέθηκε στενά με το κυρίαρχο διεθνές νόμισμα, το δολάριο, και διατήρησε σταθερή την ισοτιμία της με αυτό για δύο ολόκληρες δεκαετίες (βλ. σχετικό γράφημα). Μέσω του δολαρίου, η σχέση της δραχμής διατηρήθηκε σταθερή και με το χρυσό, κάτι που αποτελούσε επιδίωξη της ελληνικής νομισματικής πολιτικής τουλάχιστον από το 1879. Η εσωτερική αξία της δραχμής επίσης διατηρήθηκε σχετικά σταθερή. Ο ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού παρέμεινε σε πολύ χαμηλά επίπεδα, και η περίοδος 1953-1973 ήταν μία από τις σπάνιες περιόδους που ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στην Ελλάδα δεν υπερέβαινε τον πληθωρισμό των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών οικονομιών και των ΗΠΑ.

Η εξέλιξη της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας έναντι του δολαρίου των ΗΠΑ, 1948-2019

Ο Συντονιστικός Ρόλος του Κράτους

Η εντυπωσιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας στην εικοσαετία 1953-1973 δεν οφείλεται βέβαια μόνο στην υποτίμηση του 1953 ή στη νομισματική σταθερότητα που εξασφάλισε η συμμετοχή της δραχμής στο σύστημα του Bretton Woods. Οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε τρεις κυρίως παράγοντες.

Πρώτον, στο γεγονός ότι υιοθετήθηκε μία συνεπής στρατηγική προώθησης των παραγωγικών επενδύσεων και της οικονομικής ανάπτυξης.

Δεύτερον, στο ότι το αυταρχικό, αλλά δημοκρατικό εως το 1967, μετεμφυλιακό καθεστώς, εξασφάλισε για μεγάλο διάστημα την κοινωνική ειρήνη, παρά τις αδυναμίες του και τις εσωτερικές αντιφάσεις του.

Τέλος, στο γεγονός ότι υπήρξε συνέχεια στους θεσμούς και συνέπεια στην οικονομική πολιτική.

Η οικονομική ανάπτυξη δεν έγινε σε βάρος της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία αυξήθηκε εντυπωσιακά στην υπό εξέταση περίοδο.

Στο πλαίσιο μιας μεικτής οικονομίας, το κράτος διαδραμάτιζε κεντρικό συντονιστικό και παρεμβατικό ρόλο, έχοντας στη διάθεσή του ποικίλα διοικητικά, οικονομικά και νομισματικά μέσα.

Έχοντας υπό τον έλεγχό του το μεγαλύτερο μέρος του τραπεζικού συστήματος, ρύθμιζε με πιστωτικά μέτρα τη ροή των αποταμιεύσεων ώστε να χρηματοδοτούνται επενδύσεις στις υποδομές (το οδικό δίκτυο) και στη μεταποίηση. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα ελεγχόταν αυστηρά μέσω της Νομισματικής Επιτροπής, μιας κυβερνητικής επιτροπής η οποία συνεδρίαζε στην Τράπεζα της Ελλάδος. Οι τραπεζικές πιστώσεις διοχετεύονταν σε μεγάλες επιχειρήσεις και δημόσια επενδυτικά έργα με χαμηλά επιτόκια.

Επιπλέον, δημιουργήθηκε ένας μεγάλος αριθμός κυβερνητικών υπηρεσιών και φορέων, ενώ η δραστηριότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων ήταν σε μεγάλο βαθμό υπό κυβερνητικό έλεγχο.

Ωστόσο, ο άμεσος ρόλος του κράτους στην παραγωγή ήταν σχετικά μικρός, εκτός των τομέων της δημόσιας διοίκησης, των τραπεζών, της ηλεκτρικής ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών και κάποιων άλλων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας. Οι περισσότερες τιμές καθορίζονταν ελεύθερα, αν και οι τιμές των «ειδών πρώτης ανάγκης» υπόκεινταν σε ελέγχους. Σε μια εποχή χαμηλού πληθωρισμού, αυτοί οι έλεγχοι δεν φαίνεται να προκαλούσαν ιδιαίτερες στρεβλώσεις. Στο εξωτερικό εμπόριο, οι εγχώριες επιχειρήσεις απολάμβαναν σημαντική προστασία, παρά τη σταδιακή μείωση των δασμών, λόγω της συμμετοχής της Ελλάδας στη GATT και, μετά το 1961, τη συμφωνία σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ (νυν Ε.Ε.).

Ο άμεσος έλεγχος του εργατικού συνδικαλισμού από την κυβέρνηση συνέβαλε στην εργασιακή ειρήνη και τη συγκράτηση των μισθών. Αποτέλεσμα αυτού ήταν ότι οι αμοιβές κινούνταν μεν αυξητικά, αλλά ο ρυθμός της αύξησης των πραγματικών μισθών και των ημερομισθίων να υστερεί ελαφρά του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας, ώστε να δημιουργούνται επιπλέον κίνητρα για επενδύσεις.

Επιπλέον, το κράτος έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην αναζήτηση ξένων επενδυτών, στους οποίους παρείχε κατά περίπτωση ευνοϊκούς όρους και κίνητρα, ενώ σε περιπτώσεις απροθυμίας ιδιωτών επενδυτών αναλάμβανε το ίδιο τη σύσταση βασικών βιομηχανιών.

Αυτά τα θεσμικά χαρακτηριστικά ήταν μεταξύ των κρίσιμων καθοριστικών παραγόντων του υψηλού ρυθμού ανάπτυξης της Ελλάδας κατά την περίοδο 1953-73.

Ασφαλώς, η ραγδαία βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, μέσω της αύξησης της εισοδημάτων και της κατανάλωσης, συνέβαλε τα μέγιστα στην αποδοχή του υφιστάμενου κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, ακόμη και όταν το καθεστώς έχασε τη δημοκρατική του νομιμοποίηση, όπως στην περίοδο της δικτατορίας.

Ωστόσο, ακόμη και η κατάλυση της δημοκρατίας το 1967, με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, δεν στάθηκε ικανή να διακόψει την περίοδο της ταχείας οικονομικής ανάπτυξης. Οι κυβερνήσεις των πραξικοπηματιών σε μεγάλο βαθμό συνέχισαν την πολιτική της προηγούμενης δεκαπενταετίας, παρά το ότι η υπερβολική δημοσιονομική και πιστωτική επέκταση που υιοθέτησαν, καθώς και η στροφή στη χρηματοδότηση της κατανάλωσης και των κατασκευών, οδήγησε σε υπερβολές που εκδηλώθηκαν με διεύρυνση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου πληρωμών και την έκρηξη του πληθωρισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1970.

Η Αστικοποίηση

Κεντρικό ρόλο στη διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης έπαιξε η σημαντική μετακίνηση μεγάλου μέρους του αγροτικού πληθυσμού από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα, και ιδιαίτερα στην Αθήνα, η λεγόμενη αστικοποίηση.

Η μετακίνηση από τις χαμηλής παραγωγικότητας αγροτικές ενασχολήσεις στην ύπαιθρο στις υψηλότερης παραγωγικότητας ενασχολήσεις στη μεταποίηση και τις υπηρεσίες στα αστικά κέντρα είναι βέβαιο ότι ενίσχυσε τη διαδικασία της ανάπτυξης, όπως άλλωστε συνέβη και στους δύο προηγούμενους ιστορικούς κύκλους. Ωστόσο, στην περίοδο από τον Εμφύλιο έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι μετακινήσεις προς τα αστικά κέντρα ήταν πραγματικά πρωτοφανείς (βλ. σχετικό γράφημα).

Η διαδικασία της αστικοποίησης, 1940-2011

Ο αστικός πληθυσμός ορίζεται από εκείνους που κατοικούν σε πόλεις και κωμοπόλεις με περισσότερους από 5.000 κατοίκους. Ο υπόλοιπος πληθυσμός ορίζεται ως αγροτικός ή πληθυσμός της υπαίθρου.

Μεταξύ 1951 και 1971, στην περίοδο της υψηλής ανάπτυξης, ο αστικός πληθυσμός αυξήθηκε από 4,0 σε 5,7 εκατομμύρια κατοίκους, δηλαδή κατά 1,7 εκατομμύρια. Ο πληθυσμός της υπαίθρου μειώθηκε από 3,6 σε 3,1 εκατομμύρια κατοίκους, δηλαδή κατά 500 περίπου χιλιάδες.

Όπως και στους προηγούμενους ιστορικούς κύκλους, η εσωτερική μετανάστευση ήταν αποτέλεσμα της μεγαλύτερης ελκυστικότητας της απασχόλησης στα αστικά κέντρα, λόγω υψηλότερων αμοιβών και καλύτερης ποιότητας ζωής. Η διαδικασία αυτή συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξη, λόγω της αύξησης της μέσης παραγωγικότητας της εργασίας, των εξωτερικών οικονομιών και των οικονομιών κλίμακας. Η περίοδος της αστικοποίησης συνδέθηκε επίσης με την έξαρση της οικοδομικής δραστηριότητας για τη στέγαση των μετακινουμένων προς τις πόλεις, αλλά και στην άναρχη πολεοδόμηση.

Η Αθήνα το 1969

Εκτός από τη διαδικασία της αστικοποίησης, οι δύο κύριοι πυλώνες της οικονομικής ανάπτυξης ήταν οι υψηλές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και η δημοσιονομική σταθερότητα.

Οι Επενδύσεις

Η εξέλιξη των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου σε σχέση με το ΑΕΠ απεικονίζεται στο γράφημα που ακολουθεί. Κατά την περίοδο 1950-1973, οι επενδύσεις ήταν κατά μέσο όρο ίσες με το 23,5% του ΑΕΠ. Ως αποτέλεσμα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αυξήθηκε σε 7,4%. Ποτέ πριν ή μετά δεν γνώρισε η Ελλάδα τόσο υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η εξέλιξη των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, 1950-2019

Η αύξηση των επενδύσεων συμπεριλάμβανε τόσο δημόσιες επενδύσεις, για βελτίωση των υποδομών, όσο και ιδιωτικές επενδύσεις. Οι ιδιωτικές επενδύσεις ήταν πολύ υψηλότερες από τις δημόσιες.

Σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης έπαιξε και η βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου, μέσω της εκπαίδευσης, καθώς και η ενίσχυση της τεχνικής και επαγγελματικής κατάρτισης.

Η Δημοσιονομική Σταθερότητα

Θα ήταν μεγάλη παράβλεψη αν δεν αναφερόμασταν σε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που συνέβαλαν στη χρυσή αυτή εποχή της ελληνικής οικονομίας. Αυτός δεν ήταν άλλος από την αποφυγή μεγάλων δημοσιονομικών διαταραχών.

Μετά τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μεταξύ 1951 και 1953, οι δανειακές ανάγκες της κεντρικής διοίκησης παρέμειναν σταθερά κάτω από το 3% του ΑΕΠ, αν και επέδειξαν μία ελαφρά ανοδική τάση.
Ο κύριος δημοσιονομικός κανόνας που ακολουθήθηκε στην περίοδο αυτή ήταν ο κανόνας του ισοσκελισμένου τακτικού προϋπολογισμού, δηλαδή της ισοσκέλισης των δημοσίων εσόδων και των τρεχουσών κρατικών δαπανών. Στην πραγματικότητα, για μεγάλο μέρος αυτής της περιόδου (έως το 1963) ο τακτικός προϋπολογισμός ήταν ελαφρά πλεονασματικός, και τα δημόσια ελλείμματα προέρχονταν από τον προϋπολογισμό των δημοσίων επενδύσεων. Μετά το 1963, ο τακτικός προϋπολογισμός έπαψε να είναι πλεονασματικός, καθώς αυξήθηκαν οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων και υπήρξε σημαντική επέκταση των λεγόμενων κοινωνικών δαπανών, κυρίως μέσω της καθιέρωσης της δωρεάν παιδείας. Έτσι τα ελλείμματα, παρότι έμειναν χαμηλά ως ποσοστό του ΑΕΠ, οφείλονταν τόσο στον τακτικό προϋπολογισμό, όσο και στον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων.

Σημαντική πηγή ελλειμμάτων αποτελούσε και ο λογαριασμός καταναλωτικών αγαθών του Δημοσίου στην Τράπεζα της Ελλάδος, ο οποίος δεν συνυπολογιζόταν στις δανειακές ανάγκες της κεντρικής διοίκησης. Μέσω του λογαριασμού αυτού, το κράτος αρχικά ασκούσε την παρέμβασή του για τη ρύθμιση των τιμών βασικών καταναλωτικών αγαθών. Αργότερα, ο λογαριασμός αυτός περιέλαβε τη διαχείριση όλων των δαπανών από την κρατική παρέμβαση για την προστασία του εισοδήματος των καλλιεργητών βασικών αγροτικών προϊόντων. Τα ελλείμματα αυτά οδηγούσαν απευθείας σε νομισματική επέκταση, η οποία για την υπό εξέταση περίοδο δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλή.

1973: Τέλος Εποχής

Η περίοδος αυτή τελείωσε το 1973, με την κατάρρευση του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods, η οποία οδήγησε αρχικά σε μεγάλη διεθνή νομισματική αστάθεια, με την πρώτη διεθνή πετρελαϊκή κρίση και τα επεισόδια διεθνούς στασιμοπληθωρισμού που προκάλεσε, και με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και της Κύπρου, τα οποία επιτάχυναν την κατάρρευση το μετεμφυλιακού καθεστώτος και οδήγησαν στην αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα.

Tον Φεβρουάριο του 1973, οι χώρες της ΕΟΚ και η Ιαπωνία αποφάσισαν να αφήσουν τα νομίσματά τους να διακυμαίνονται ελεύθερα έναντι του δολαρίου. Αυτό αποδείχθηκε η αρχή της κατάρρευσης του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods, το οποίο είχε αρχίσει να αποσταθεροποιείται ήδη από το 1968.

Tον Οκτώβριο του 1973 ξεκίνησε η πρώτη πετρελαϊκή κρίση, όταν τα μέλη του Οργανισμού των Πετρελαιοεξαγωγικών Χωρών (OPEC) προχώρησαν σε απαγόρευση εξαγωγής πετρελαίου (πετρελαϊκό εμπάργκο) στα κράτη που θεωρούνταν ότι στήριζαν το Ισραήλ κατά τη διάρκεια του πολέμου Yom Kippur. Τα κράτη που στοχοποιήθηκαν αρχικά ήταν ο Καναδάς, η Ιαπωνία, οι Κάτω Χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Το εμπάργκο αργότερα επεκτάθηκε στην Πορτογαλία, τη Ροδεσία και τη Νότια Αφρική. Μέχρι το τέλος του εμπάργκο τον Μάρτιο του 1974 η διεθνής τιμή του πετρελαίου αυξήθηκε σχεδόν κατά 400%, από 3 δολάρια ανά βαρέλι σε σχεδόν 12 δολάρια. Οι τιμές των ΗΠΑ ήταν σημαντικά υψηλότερες. Το εμπάργκο προκάλεσε πετρελαϊκή κρίση με πολλές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην παγκόσμια πολιτική και στην παγκόσμια οικονομία.

Από τις αρχές Νοεμβρίου του 1973, κλιμακώθηκε σταδιακά η φοιτητική εξέγερση κατά της δικτατορίας, η οποία κατεπνίγει με επέμβαση του στρατού στο Πολυτεχνείο της Αθήνας στις 17 Νοεμβρίου. Μετά την εξέγερση επανήλθε σε ισχύ ο στρατιωτικός νόμος που απαγόρευε τις συγκεντρώσεις και την κυκλοφορία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Η Καταστολή της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου, 17 Νοεμβρίου 1973

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου προκάλεσε μια σειρά γεγονότων που έβαλαν ένα απότομο τέλος στις προσπάθειες του Γεώργιου Παπαδόπουλου για ελεγχόμενη φιλελευθεροποίηση του δικτατορικού καθεστώτος. Ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, οργάνωσε πραξικόπημα με το οποίο ανατράπηκε ο Παπαδόπουλος και η κυβέρνηση Μαρκεζίνη, στις 25 Νοεμβρίου 1973. Με την επιβολή στρατιωτικού νόμου ο Παπαδόπουλος αντικαταστάθηκε ως ‘Πρόεδρος της Δημοκρατίας’ από τον στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη και πρωθυπουργός διορίστηκε ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος. Ο Ιωαννίδης παρέμεινε ο ισχυρός άνδρας των παρασκηνίων. Τα γεγονότα αυτά ήταν η αρχή του τέλους της δικτατορίας, η οποία κατέρρευσε λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, μετά το πραξικόπημα εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974.

Τα τρία αυτά γεγονότα, η κατάρρευση του Bretton Woods, η πρώτη πετρελαϊκή κρίση και η κατάρρευση της δικτατορίας, άλλαξαν άρδην τα δεδομένα επάνω στα οποία είχε στηριχθεί το ελληνικό οικονομικό ‘θαύμα’. Το διεθνές σύστημα σταθερών ισοτιμιών και νομισματικής σταθερότητας, τη χαμηλή διεθνή τιμή του πετρελαίου και τη συνακόλουθη υψηλή διεθνή ανάπτυξη χωρίς υψηλό πληθωρισμό, και το μετεμφυλιακό πολιτικό καθεστώς της Ελλάδας.

Ως εκ τούτου, το 1973 μπορεί να θεωρηθεί ως τέλος εποχής τόσο για την ελληνική όσο και για τη διεθνή οικονομική ιστορία. Το τέλος εποχής ήρθε εν μέρει ως αποτέλεσμα τριών μεγάλων διαταραχών. Της κατάρρευσης του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods, της πρώτης διεθνούς πετρελαϊκής κρίσης και της αρχής του τέλους της δικτατορίας του 1967, μετά τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο το Νοέμβριο του 1973.

Σύνδεσμος στις Πλήρεις Διαφάνειες της Διάλεξης

Advertisement